United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ενθυμήθη αμέσως ότι είχε το κλειδίον ο Δημήτρης. «Κρίμαείπε καθ' εαυτήν, και εξήλθεν εις την αυλήν, όπου τα νεώτατα των παιδιών της έπαιζον μετά του οικοφύλακος μολοσσού, σύροντα αυτόν άλλο από των ώτων και άλλο από της ουράς. Τέλος εσήμανε μεσημβρία, και ο Δημήτρης δεν είχεν έτι επιστρέψει από της αγοράς. — Κάπου θάμπλεξε, διενοήθη η Μαριώ.

Πλησίον εκάστου καταδίκου ήλθον και ετάχθησαν δούλοι ωπλισμένοι με δάδας, και όταν το κέρας εσήμανε την έναρξιν του θεάματος, ούτοι έθεσαν το πυρ εις την βάσιν των πασσάλων. Το χόρτον το βρεγμένον με πίσσαν και κρυμμένον υπό τα άνθη, έλαμψεν αμέσως με μίαν φλόγα καθαράν, η οποία, διαρκώς αυξάνουσα, ήρχισε να εκτυλίσση τους στεφάνους του κισσού και να λείχη τους πόδας των θυμάτων.

Το πράγμα ήτο επικίνδυνον άλλως, διότι ο διδάσκαλος ήτο ικανός, όπως και άλλοτε, πριν συνάψη τον τόσω ατυχή αρραβώνα, έπραττε, να ψάξη εις της τσέπαις των μαθητών και να ρίψη τεμάχια του άρτου εις τας όρνιθας, βοσκούσας κατ' αγέλας εις το προαύλιον. Τέλος εσήμανε μεσημβρία.

Κατ' εκείνην την στιγμήν ο κώδων της Μεταμορφώσεως εσήμανε τας δώδεκα, και ο καθηγητής ενθυμήθη πρώτον μεν ότι τον επερίμενε το πρόγευμα εις την οικίαν του, δεύτερον δε ότι ο Λιάκος έτρωγε συνήθως εις ξενοδοχείον όπισθεν της πλατείας κείμενον. Επορεύθη λοιπόν προς το ξενοδοχείον και πράγματι συνηντήθη προ της θύρας του ξενοδοχείου με τον πρωτοδίκην. — Ω αδελφέ, ανεφώνησεν, ω αδελφέ!

Ότε έφθασεν εις τον ναόν, ψυχή. Ίσως ο συνάδελφος του εσήμανε τον κώδωνα, και έφυγεν, αλλ' η εικασία αύτη ήτο απίθανος. Ίσως θορυβοποιοί τινες ή κωμασταί αγρυπνούντες ηθέλησαν να παίξωσι την παιδιάν ταύτην. Αλλ' η κώμη ήτο ήσυχος, ούτε άσμα ούτε βήμα ηκούετο.

Και άμα πια εσήμανε του χωρισμού η ώρα, εκλείδωσαν τ' αμπάρια των και Έλληνες και Ρώσσοι, και όλη με συνώδευσε ως το γιαλό η χώρα, και χοίροι ηκουλούθησαν προς χάριν μου καμπόσοι. Και αν πασών των Ρωσσιών ο Αυτοκράτωρ ήμην, ποτέ δεν θα μ' εγίνετο μια τέτοια τελετή· όταν κανένας αποκτά την ιδικήν μου φήμην, και Τσάρους εις την δόξαν του υποτελείς κρατεί.

Ο Ιησούς, αντί να τους απαντήση, τους παραπέμπει εις την πηγήν όπου ηδύνατο να ευρεθή η αληθής απάντησις. Αποκρινόμενος εις το «έστι νόμιμονδιά του «ουκ ανέγνωτευπομιμνήσκει αυτούς ότι ο Θεός, όστις εξ αρχής άρρεν και θήλυ είχε ποιήσει τον άνθρωπον, εσήμανε διά τούτου την θέλησίν Του ώστε ο γάμος να είνε η στενωτάτη και αδιαρρηκτοτάτη των σχέσεων υπερέχουσα και υπερβάλλουσα όλας τας λοιπάς.

Και με φωνήν ήρεμον και αποφασιστικήν εξεσφενδόνισε προς τον πατέρα του την εξής σοβαράν φράσιν: — Δεν τήνε παίρνω 'γώ την Πηγή! Οι δύο σύζυγοι αντήλλαξαν βλέμμα, το οποίον εσήμανε: «Δε σου τάλεγα;» — Δεν τήνε παίρνεις; είπεν ο Σαϊτονικολής με φωνήν ημιπνιγμένην. Ο Μανώλης είχε σκύψει και απέξυε την επικαθημένην εις το υπόδημά του λάσπην. — Και γιάιντα, νάχωμε καλό ρώτημα;

«Επίστρεψον εις τον οίκον σου, η κόρη σου εθεραπεύθη». Και πράγματι επιστρέψας εύρεν αυτήν σηκωμένην από την κλίνην της, καθ' ην στιγμήν το ηλιακόν ωρολόγιον του παλατίου εσήμανε την τρίτην ώραν ήτοι την στιγμήν εκείνην ακριβώς κατά την οποίαν εκείνος επλησίασε τον Ιησούν.

Η σάλπιγξ εσήμανε την ώραν, και ο Καραϊσκάκης, αφ' ού έμβασεν εις τα πλοία τους διωρισμένους να υπάγωσι διά θαλάσσης και τους εκίνησεν, ανεχώρησεν από Ελευσίνα με το επίλοιπον στράτευμα.