United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θεόδωρος. Πώς το εννοείς αυτό, καλέ Σωκράτη; Σωκράτης. Καθώς ο Θαλής, καλέ Θεόδωρε, ενώ εξήταζε τα άστρα και έβλεπε υψηλά, έπεσε εις ένα πηγάδι και μία Θράκισσα ωραία και νόστιμη υπηρέτρια λέγουν ότι τον επερίπαιξε, διότι όσα μεν είναι εις τον ουρανόν έχει πόθον να τα γνωρίση, ενώ όσα είναι εμπρός εις τα πόδια του δεν τα γνωρίζει.

Εν τοιαύτη περιβολή περιήλθε την αίθουσαν σταματών προ εκάστου των επίπλων, των ανακλίντρων, ερμαρίων, καθρεπτών, λαμπτήρων και των άλλων, τα εξήταζε δε από όλα τα μέρη ως θέλων να εκτιμήση την αγοραίαν τιμήν των, την οποίαν έσπευδεν έπειτα ωσεί να σημειώση επί του χάρτου.

Εκείνος δε, αφ' ού περιεπάτησε, μόλις είπεν ότι αισθάνεται βάρος εις τα σκέλη, επλάγιασεν ανάσκελα, διότι ο άνθρωπος έτσι διέταξε να κάμη· και συγχρόνως αυτός, ο οποίος έδωκε το δηλητήριον, εγγίζων αυτόν, αφ' ού επέρασεν ολίγος καιρός, εξήταζε τους πόδας και τα σκέλη του και έπειτα πιέσας δυνατά τον πόδα του τον ηρώτησεν αν αισθάνεται· εκείνος δε είπεν ότι όχι· κατόπιν επίεσε τας κνήμας του και προχωρών εις τα επάνω μέρη του σώματος με πιέσεις εδείκνυε το σώμα του και εις ημάς ότι εκρύωνε και επάγωνε το σώμα.

Και φαίνεται ότι συμβαίνει εκείνο το οποίον εξήταζε ο Σωκράτης. Λοιπόν περί της εν γνώσει και μη ακρατείας και με ποίου είδους γνώσιν είναι δυνατόν να είναι κανείς ακρατής, είναι αρκετά όσα είπαμεν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'. &Απόλυτος και μερική ακράτεια& ― Αλλ' αν υπάρχει απολύτως ακρατής, ή όλοι είναι μερικώς ακρατείς, και όταν υπάρχη, εις ποία είναι τοιούτος, αυτό πρέπει να το εξετάσωμεν εις τα επόμενα.

Ο Πλήθων εσκέφθη επ' ολίγας στιγμάς, και είτα, αποταθείς προς τον υπηρέτην του·Κάλεσόν μοι ενταύθα τον οδηγούντα τους στρατιώτας, είπεν. Ο Θευδάς απήλθεν εν τω άμα εις τον στρατιωτικόν σταθμόν, όπως καλέση τον διοικητήν της φρουράς. Εν τω μεταξύ ο Πλήθων εξήταζε τον Τρέκλαν περί τινων άλλων περιστάσεων της αποδράσεως. Αλλ' ουδεμίαν πληροφορίαν κατώρθωσε παρ' αυτού να λάβη.

Και μικρώ ύστερον, νέα φήμη έφθασεν εις τον Ιησούν· ότι ο φονεύς ο τετράρχης εξήταζε περί Αυτού, επεθύμει να Τον ίδη· ίσως θα έστελλε να ζητήση την παρουσίαν Του άμα θα επέστρεφεν εις το νεόδμητον παλάτιόν του, εις την πόλιν Τιβεριάδα. Επειδή η αποστολή των Δώδεκα είχε συντείνει μάλλον παρά ποτε, όπως διαδοθή η φήμη Αυτού μεταξύ του λαού, και αι εικοτολογίαι περί Αυτού ήσαν εν ακμή.

Ξέρεις τι τρέχει; λέγει έτερος. Ο Μπάρμπα-Σταύρος θα είνε τώρατη φωτιά του καιτην Κρατήρα του, και εμείς ψάχνουμε του κάκου. Δεν βλέπετε; Νά, άλλο σημάδι δεν υπάρχει. Θα γύρισε πίσω. Παιδί ήτανε να χαθή; — Μα σου λέγει, έπεσε. Προσθέτει έτερος. — Ε, καλά· πού έπεσε; Αίφνης εκεί οπού εξήταζε τα πέριξ ο Κομποδήμος, κράζει: — Σωπάτε! σωπάτε!

Άφηνεν όμως και την σύζυγόν του να φροντίζη διά τον αποστάτην και επροσποιειτο ότι δεν εγνώριζε και δεν εξήταζε πώς ετρέφετο και πώς ενεδύετο ο Μανώλης. Η Ρηγινιώ δεν έπαυε να νουθετή τον Μανώλην και να προσπαθή να τον συγκινήση διά την Πηγήν. Αλλ' έχανε τα λόγια της. — Αν έρχεσαι να μου μιλής για τη μουστακάτη, έλεγε με θυμόν ο Μανώλης, να μην έρχεσαι.

Ο Θεόδωρος, όστις δεν ενόει ουδέν εξ όλων τούτων, δεν ηδύνατο να πλησιάση, ήτο απηγορευμένον αυτώ. Είς των παίδων ανήπτε το πυρ επί του βωμού, και ο Πλήθων έσφαζεν αμνόν ή τράγον και έκαιεν αυτόν ενώπιον των ειδώλων των θεών. Είτα εξήταζε τα σπλάγχνα, και έλεγεν εις τους κεκλημένους αν εσήμαινον ευτυχίαν ή δυστυχίαν. Την ημέραν εκείνην η τελετή προηγγέλλετο πομπωδεστέρα του συνήθους.

Ήρχιζε την καθημερινήν ασχολίαν του σοβαρός και αυστηρός. Επρόσεχε συντόνως, όταν εξήταζε, και είτα ανέπτυσσεν αντί να σημειώνη απλώς το παρακάτω. Εζήτει εις το έργον του βάλσαμον κατά της διπλής πληγής, της εκ του στεφανώματος και της εκ της χηρείας.