United States or Zimbabwe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προσκαλέσαντες δε τότε τους συμμάχους είπον προς αυτούς ότι πείθεται μεν η συνέλευσις περί της ενοχής των Αθηναίων, αλλά θέλει, πριν κηρυχθή ο πόλεμος, να συναθροισθούν εις σύσκεψιν όλοι οι σύμμαχοι και να ψηφίσουν αυτόν εν γενική συνεδριάσει.

Τι λοιπόν έπραξα μετά τούτο; Έστειλα και έφερα ενώπιον μου τους ενόχους, επέτρεψα εις αυτούς ναπολογηθούν, έφερα αποδείξεις της ενοχής των και απέδειξα σαφώς τα καθέκαστα της επιβουλής των• αφού δε και αυτοί ηναγκάσθησαν να ομολογήσουν, τους ετιμώρησα όχι τόσον διότι εκινδύνευσεν η ζωή μου, αλλά διότι δεν με αφήκαν να μείνω εις τας αγαθάς μου διαθέσεις και τας αποφάσεις τας οποίας εξ αρχής έλαβα.

Κατ' αρχάς ο Αμλέτος ελέγχει πικρώς τον εαυτόν του διότι δεν ανταπέδωκεν ακόμη αίμα αντί αίματος, χαρακτηρίζει τον εαυτόν του ως άνανδρον, ως ουτιδανόν, διότι ακόμη δεν επάχυνε όλα τα όρνεα τ' ουρανού με τα σπλάχνα του αδελφοκτόνου· άρα είναι πεπεισμένος περί της ενοχής του θείου του, και όμως αμέσως κατόπιν αμφιβάλλει περί αυτής, δυσπιστεί εις την υπερφυσικήν αποκάλυψιν του στυγερού οικογενειακού δράματος, φοβείται μήπως την έπλασε ο Πειρασμός διά να τον παρασύρη εις άδικον φόνον και να κολάση την ψυχήν του.

Οι έφοροι ακούσαντες ταύτα ακριβώς, τότε μεν απήλθον, πεισθέντες δε πλέον περί της ενοχής του προητοίμασαν την εν τη πόλει σύλληψίν του.

Η σύμπτωσις ότι η γραία εκείνη είχεν ευρεθή δευτεραγωνιστούσα εις τον πνιγμόν των δύο κορασιών του Γιάννη του Περιβολά, εις της Μαμμούς το ρέμμα όπου όλη η υπόθεσις, καίτοι δεν προέκυψαν στοιχεία ενοχής ή και νύξεις προς υποψίαν, είχε το παράδοξον και το αλλόκοτον, και ότι αυτή πάλιν η γραία ευρίσκετο εις την αυλήν του γέροντος Ροσμαή, κατά τας ώρας περίπου ότε επνίγετο εις το φρέαρ η μικρά Ξενούλα, η θυγάτηρ του Προπαντή, παρείχε νύξεις τινάς υποψίας εις τον ειρηνοδίκην, όστις επέσυρε την προσοχήν του Παρέδρου, του «εκπληρούντος τ' αστυνομικά». Και τότε ο πάρεδρος, όστις ως δημόσιος κατήγορος περιωρίζετο μόνον ν' αγορεύη κατά τας συνεδριάσεις των ποινικών, λέγων· «Κατά τσ' μαρτυρίες που είπαν οι μαρτύροι, φαίνεται να έκαμε, ή φαίνεται να μην έκαμε την πράξιν», όλον δε τον άλλον καιρόν δεν ελάμβανεν αφορμήν ν' αναπτύξη την δραστηριότητά του ή να τροχίση την γλώσσάν του, απλώς απήντησεν ότι «αφού έτσι το λέει ο ειρηνοδίκης, έτσι θα είναι, και έτσι μου φαίνεται». Και τότε οι δύο απεφάσισαν ν' ανακρίνωσιν αυστηρότερον την Χαδούλαν, χήραν Ιωάννου Φράγκου, κ' εν ανάγκη να την προσωποκρατήσωσι.

Τούτη η ανεξήγητος αντίφασις μας ανοίγει νέαν βλέψιν εις την συνείδησιν του Αμλέτου, και μας κάμνει να υπολάβωμεν ότι όχι ποτέ αμφιβολία περί της ενοχής του Κλαυδίου, αλλά λόγος τις ανερεύνητος απ' αρχής αντετάχθη εις την πρώτην απόφασίν του, τον εσταμάτησε και τον σταματά ακόμη απέναντι της φονικής ανταποδόσεως, ωσάν να τον εσυμβούλευε μυστικώς να προτιμήση αντ' αυτής ενέργειαν ηθικήν, ψυχολογικήν τιμωρίαν, οποία θα κατορθωθή με την σκηνικήν παράστασιν.

Γιατί ένοιωθα ένα συναίστημα ενοχής μέσα μου, ένα συναίστημα ενοχής που με βάραινε. Όμως δεν μπορούσα να βρω πότε έσφαλα. Νόμιζα πως χωρίς άλλο εγώ είμουνα ο ένοχος. Όταν πήγα να κοιμηθώ, είδα πως η Έλσα είταν ξυπνητή ακόμα. Όταν όμως έπεσα, έσκυψε και μου φίλησε το χέρι. Ποτέ άλλη φορά δεν είδα το πρόσωπό της με τόσο ευτυχισμένη έκφραση.

Είτα προσέθηκε: «Και ο μεν Υιός του Ανθρώπου υπάγει καθώς γέγραπται περί Αυτού· πλην ουαί τω ανθρώπω δι' ου ο Υιός του Ανθρώπου παραδίδοται· καλόν ην αυτώ ει μη εγεννήθη ο άνθρωπος». Όταν εκείνος αι άλλοι ηρώτων μεταξύ των «τις ο προδότης;» ο Ιούδας έμεινε σιωπηλός εν τη προκλητική σκληρότητι της περιφρονήσεως ή εν τη σκυθρωπή στυγνότητι της ενοχής· αλλά τώρα, ως να εκεντρίσθη από αίσθημα ριγηλής φρίκης, μεθ' ης απλώς το δυνατόν της ενοχής του εθεωρείτο, εθρασύνθη προς το αναίσχυτον ερώτημα.

Δεν ήτον δε απίθανον ο αγροφύλαξ εκείνος και να ησθάνετο μέσα του κρυφήν συμπάθειαν προς την φεύγουσαν, την διωκομένην, την τρέχουσαν επάνω εις τα κατσάβραχα, μ' αιματωμένους τους πόδας, δυστυχή γυναίκαπερί της ενοχής της οποίας ουδέ ήτο καν βέβαιος.