United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλαβα επί τέλους ασφαλή στάσιν και δεν εδίστασα να βαδίσω αποφασιστικά, προσπαθών να προχωρώ πάντοτε εφ' όσον ήτο δυνατόν κατ' ευθείαν γραμμήν. Έκαμα τοιουτοτρόπως δέκα ή δώδεκα βήματα προς τα εμπρός, όταν το υπόλοιπον του κουρελακιού περιεπλέχθη εις τους πόδας μου. Πατήσας αυτό εγλίστρησα και έπεσα με το πρόσωπον προς τα κάτω.

Επεσκέφθην τρις και τετράκις τα επί του πλοίου, εσκέφθην, διεπραγματεύθην, υπελόγισα, εδίστασα, επί τέλους το απεφάσισα ! Ηγόρασα αντί χιλίων γροσιών ιχθύς παστούς, τους εφόρτωσα εις πλοιάριον διά Τήνον, επέβην και αυτός, έκαμα τον σταυρόν μου, και απεπλεύσαμεν.

Ο συγγραφεύς εν τω προλόγω του ομολογεί, ότι «νέος ων και παρέργους μόνον ώρας αφιερών τη φιλολογία επί πολύ εδίστασα περί την δημοσίευσην του έργου», σπεύδει όμως να προσθέση, «αλλά παραβαλών αυτό προς πολλά κατά καιρούς αναφανέντα τοιαύτα, έπεισα εμαυτόν ότι ηδυνάμην καγώ να φέρω εις φως το προϊόν των κόπων μου, ο δε αναμάρτητος τον πρώτον λίθον βαλέτω».

Δεν ήλθον διά να μ' ερωτήσης, ήλθον διά να σ' ερωτήσω. Ενόμισα ότι ήτο παράφρων, και δεν επέμεινα. Και όμως ευλόγως ηδύνατο να παραξενευθή τις, διότι αι θύραι του οικήματος ήσαν κλεισταί, η δε κυρία πύλη εφυλάττετο, ως σοι είπον ήδη. — Τι θέλεις να μ' ερωτήσης; είπον. — Σου έφεραν εδώ μίαν μικράν κόρην; είπεν ο άγνωστος. Εδίστασα πάλιν.

Δι' ό και δεν εδίστασα να καθήσω εις την τράπεζαν δεξιά του αμφιτρύωνός μου, επειδή δε είχα μεγάλην όρεξιν ετίμησα όλην αυτήν την παράταξιν των εδεσμάτων. Εν τούτοις η συνομιλία ήτο γενική και πολύ εύθυμος. Αι γυναίκες φυσικά εφλυαρούσαν. Παρετήρησα ταχέως ότι τα μέλη της ομηγύρεως ήσαν πολύ καλοανατεθραμμένα.

Η παρουσία του εις Νεοχώρι μ' εξέπληξε κατά πρώτον, αλλ' ενθυμήθην αμέσως ότι είχε κτήματα εκεί. Διέβην ενώπιον του και επροχώρησα χωρίς να με αναγνωρίση. Που να γνωρίση υπό την χωρικήν ενδυμασίαν μου του φίλου του τον υιόν ! Ενώ διέβαινα έμπροσθέν του εδίστασα, να γνωρισθώ ή όχι; Καλλίτερον όχι, και επροχώρησα. Αλλά μετ' ολίγα βήματα μετενόησα.

Εδίστασα. Κατ' αρχάς έκρινα συμφορώτερον να μην υπακούσω. Είτα μεταμεληθείσα εφρόντισα να κλείσω τα δύο θυρόφυλλα του θαλάμου, εν ώ εκοιμάσο, κόρη μου, μη θέλουσα να σε ίδη, όστις και αν ήτο, και ήνοιξα την έξω θύραν του προθαλάμου. Εισήλθεν άνθρωπος τις άγνωστος. Εξεπλάγην διά την ωχρότητα της μορφής του. Εφόρει δε αλλόκοτα ενδύματα. Εν τούτοις δεν εφοβήθην.

Εδίστασα λίγο· έπειτα είπα: — Αι, σα θες να μάθης, η Παναγία μου τώπε. Στον ύπνο μου προθές εφανερώθηκε και μούπε πως αν έχω πίστη, το Βαγγελιό θα γιάνη . Κεγώ 'χω μεγάλη πίστη πως ο Θεός θα τήνε γιατρέψη. Τέτοιο όνειρο δεν είχα δη, αλλά και δεν έλεγα ολότελα ψέμα, αφού αυτή την υπόσχεση μούδιδε το χαμόγελο της Παναγίας.