United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εφοβήθην μήπως με αφαιρέση την βασιλείαν ο αδελφός μου και ενήργησα ταχύτερον ή φρονιμώτερον, διότι είναι αδύνατον εις τον άνθρωπον να αποφύγη το πεπρωμένον να γίνη. Έπεμψα λοιπόν ασυλλογίστως τον Πρηξάσπη εις τα Σούσα διά να φονεύση τον Σμέρδιν. Γενομένου δε του κακού τούτου, έζων ησύχως, μη σκεπτόμενος πλέον ότι, αφού εφονεύθη ο Σμέρδις, άλλος άνθρωπος ήθελεν ευρεθή να επαναστατήση κατ' εμού.

Ο Κιαμήλης εβγήκε, και άργησε να έλθη, μα δεν είναι τίποτε. — Δόξα σοι ο Θεός! είπον τότε εγώ, αναπνεύσας. Εφοβήθην μην ησθένησεν. Αφού είναι καλά, θα έλθη όπου και αν είναι. — Δόξα σοι ο Θεός! επανέλαβεν η γραία στενάζουσα βαθέως. Και ως εάν ήτο υπερβολική ζέστη, ήνοιξε το γιασμάκιόν της πλέον ή ότι το έκαμε μέχρι τούδε ενώπιόν μου, και ήρχισε να αερίζηται διά της μιας αυτού άκρας.

Έκλεισα την θύραν μετά σπουδής. Εφοβήθην μη την ίδη και ο Νίκος. Διατί και πόθεν η τοιαύτη μου μέριμνα, κ' εγώ δεν ηξεύρω. Αλλ' ο Νίκος είχεν επίσης ίδει την άκραν της εσθήτος και, δραμών ακροποδητί προς την θύραν, έκυψε και προσεκόλλησε τον οφθαλμόν του εις την κλειθρίαν. Ηγανάκτησα διά το άτοπον της πράξεως και επροσπάθησα να τον αποσύρω εκείθεν, αλλ' ήτο στερεός ως βράχος.

Όταν δε εγώ ενόησα καλώς ότι ο Ερυξίας ήτο εις την κατάστασιν εκείνην και εφοβήθην μήπως συμβή μεγαλυτέρα αντιλογία και πειράγματα, είπον: Τούτον μεν τον λόγον πρότερον εις το λύκειον λέγων σοφός ανήρ Πρόδικος ο Κείος εφαίνετο εις τους παρόντας ότι φλυαρεί τόσον, ώστε να μη ημπορή κανένα από τους παρόντας να πείση ότι λέγει πράγματα αληθή, και τέλος και έν μειράκιον πολύ νέον και φλύαρον, το οποίον εκάθητο πλησίον, τον περιέπαιζε και τον εχλεύαζε και τον ετάρασσε, διότι ήθελε να του απαντά εις όσα του έλεγε• και όμως τούτο το μειράκιον πολύ περισσότερον ευηρέστει τους ακροατάς του παρά ο Πρόδικος.

Τότε ο Σωκράτης στραφείς προς τον Ερυξίμαχον: — Λοιπόν, Ακουμενίδη, είπεν, εξακολουθείς ακόμη να νομίζης ότι αδίκως εφοβήθην προτύτερα, και δεν φρονείς τόρα ότι επροφήτευσα σωστά, όταν έλεγα ότι ο Αγάθων θα ομιλήση θαυμάσια κ' εγώ θα ευρεθώ εις απορίαν; — Διά το πρώτον, απήντησεν ο Ερυξίμαχος, πολύ σωστά επροφήτευσες ότι ο Αγάθων θα ομιλήση καλά· αλλ' ότι συ θα ευρεθής εις απορίαν, δεν το νομίζω.

Προς τας δύο ώρας της νυκτός ήκουσα το σύριγμα του φοβερού εκείνου όφεως και με όλον που ήμουν τόσον καλά περιτειχισμένος εφοβήθην αρκετά.

Εδίστασα. Κατ' αρχάς έκρινα συμφορώτερον να μην υπακούσω. Είτα μεταμεληθείσα εφρόντισα να κλείσω τα δύο θυρόφυλλα του θαλάμου, εν ώ εκοιμάσο, κόρη μου, μη θέλουσα να σε ίδη, όστις και αν ήτο, και ήνοιξα την έξω θύραν του προθαλάμου. Εισήλθεν άνθρωπος τις άγνωστος. Εξεπλάγην διά την ωχρότητα της μορφής του. Εφόρει δε αλλόκοτα ενδύματα. Εν τούτοις δεν εφοβήθην.

Εγώ πρώτον εις τοιαύτην φωνήν εφοβήθην πολύ· Έπειτα λαμβάνοντας θάρρος, έλαβα την μίαν λαμπάδα· και έτρεξα προς το μέρος που ηκούετο η φωνή· και περνώντας από διάφορες θύρες, έφθασα εις ένα δωμάτιον, και εκεί εύρον έναν νέον γονατιστόν να προσεύχεται, αναγινώσκοντάς μεγαλοφώνως το βιβλίον του προφήτου, έμπροσθεν του οποίου ήσαν πολλές λαμπάδες αναμμένες και το βιβλίον επάνω εις ένα σκαμνί μαλαματένιον.

Δεν αγροίκησες τον άνθρωπον οπού εμβήκε τώρα εδώ μέσα; — Άνθρωπος εμβήκε; Τι λέγεις; — Άνθρωπος, ναι. Κ' εγώ εφοβήθην άμα τον είδα. Έμεινε μισήν ώραν, και έφυγεν. Αυτός μας εκλείδωσεν απ' έξω. — Ω Σατανά! είπεν η νέα, και η οργή εκόχλαζεν εις τα στήθη της. — Φώναζε όσον θέλεις, είπεν αμέριμνος ο Πρωτόγυφτος. Εγώ θα πέσω να κοιμηθώ. Δεν έφεξε ακόμα καλά.

Την ερχομένην ημέραν όταν υποκάτω εις τον ίσκιον ενός δένδρου ανεπαυόμουν, ιδού βλέπω όφιν πτερωτόν και ήρχετο προς με με την γλώσσαν έξω, ωσάν να εζήτει βοήθειαν και με το κεφάλι χαμηλόν και δακρυρροών και βλέπω να τον κρατή από την ουράν ένας άλλος όφις πτερωτός πολύ μεγαλύτερος διά να τον καταφάγη· πρώτον εφοβήθην, αλλ' η ανάγκη με έκαμε να λάβω τόλμην.