United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε ο Μενέλαος τον ερωτά τι πάσχει, και ποία η νόσος του, αποκρίνεται: &Η σύνεσις, ότι σύνοιδα δείν' ειργασμένος. Πιεζόμενος υπό της ιδέας, υφ' ης και μόνης κατέχεται, περιπίπτει εις μανίαν αληθή. Η λέξις αύτη δεν εφαρμόζεται εις το ιερόν θάμβος του Ορέστου εν τη τραγωδία του Αισχύλου. Αλλ' ο του Ευριπίδου Ορέστης έχει καθ' εαυτό φρενολήπτου οπτασίας.

Α! αλήθεια· ολίγου δειν να λησμονήσω και έν άλλο νέον. Έπεσε το Υπουργείον. Ο αναγινώσκων τας τέσσαρας ταύτας λέξεις της επιγραφής της προκειμένης μελέτης θέλει κατά πάσαν πιθανότητα συνάψει αυτάς φυσικώς και κατά τάξιν ανά δύο, την μεν πτωχείαν μετά της λιτότητος, την πολυτέλειαν δε μετά του πλούτου.

Ηδύνατο εκουσίως ν' ακολουθήση τον Πρωτόγυφτον, ή διά της βίας θα τον ηκολούθει; Έπρεπε να επανέλθη εις την οικίαν αυτού, αφού παρεβίασε το ιερόν της στέγης και της εστίας διά της πωλήσεως; Και αν ηρνείτο να μεταβή εκείσε, πού είχε να καταφύγη; Τρομεραί αι απορίαι αύται διά την ατυχή νέαν. Ήλθε στιγμή τις καθ' ην μικρού δειν μετενόει διατί να φύγη εκ του μοναστηρίου.

Ο αγαθός ιερεύς επίστευσε μικρού δειν ότι συνέβη υπερφυσικόν τι, και αόρατα πνεύματα ενησμενίσθησαν να κρούσωσι τον κώδωνα του ναού όπως πειράξωσι τον ευλαβή ιερέα. Κατ' αρχάς εσκέφθη να επιστρέψη εις την εισέτι θερμήν κλίνην του, όπως συνεχίση την τόσον ευάρεστον εκείνην ανάπαυσιν, εξ ης αποτόμως είχεν αποσπασθή. Αλλά την ιδέαν ταύτην έκρινεν απορριπτέαν.

Τότε κατέλιπον και εγώ το θέατρον· ώστε δεν δύναμαι, βλέπεις, να σου αφηγηθώ το τέλος της χορευτικής εορτής του κ. Moreau, ήτις πρόκειται, ως ακούω, να επαναλαμβάνεται κατά παν Σάββατον μέχρι του τέλους των απόκρεω. Α! είδες; ολίγου δειν ελησμόνουν την κωμικωτέραν μορφήν του θεατρικού χορού.

Η από πολλού ήδη εν σιγή πνιγομένη χαρά του Δημήτρη ολίγου δειν εξώρμα αθυρόστομος. — Πού να σ' τα . . . είπε, αλλ' ανεκόπη αμέσως. Άλλη ώρα τα λέμε, . . . έλα τώρα να σε κεράσω! υπέλαβε ταχέως, θέλων να διορθώση διά της ελευθεριότητος την παραδρομήν της γλώσσης του. Και εισήλθεν εις το καπηλείον ο Δημήτρης, . . . και έμεινεν εκεί μέχρι νυκτός.

Είχε παραγγελθή η κατασκευή πέντε ατμοκίνητων, δύο μεγάλων και τριών μικρών . Εκ των πρώτων το έν, η Επιχείρησις , κατώρθωσε ν' αποπλεύση εκ Λονδίνου, αλλά μόλις εξήλθε του Ταμέσεως δεν ηδυνήθη ως εκ της εσφαλμένης κατασκευής να θαλασσοπορήση και ολίγου δειν εβυθίζετο.

Ο περί εμέ κόσμος ήτο πάντη νέος· πολύ ευωδέστερος του τυπογραφικού πιεστηρίου, όθεν είχον εξέλθει, πολύ καθαρώτερος των κονιοσκεπών τραπεζών εφ' ων είχον κατακλιθή βρέφος έτι, και πολύ κομψότερος και φωτεινότερος του σκοτεινού άντρου του σιδηρού κιβωτίου, όπερ ολίγον δειν εφυλάκιζε την παιδικήν μου ηλικίαν.

Διάβασε παρακάτω — — Όχι, να με συμπαθήσης κερά λεξίτσα μου, όχι· δεν μπορώ να διαβάσω. Εμείς ήρθαμε στο Ταξίμι να κάμουμε κέφι. Πήγαινε στους Πολίτες να σε διαβάσουν. Αυτοί ψοφούνε για ένα «ολίγου δειν». Αυτοί αν δεν πάρουνε μεζέ τους ένα «μεγάτολμο» δεν κάνουν όρεξη για φαεί.

Πελώριον κύμα έπληξε τους οφθαλμούς αυτού, και επήνεγκε πνιγμόν εις τον λάρυγγα αυτού. Το σώμα του ήσπαιρεν. Ολίγου δειν επνίγετο. Ο τρομερός εκείνος κτύπος τον αφύπνισεν. Ησθάνθη ότι ήτο όλος βεβρεγμένος, και ήτο πραγματικώς. Αλλ' η υγρότης αύτη προήλθεν εκ του ιδρώτος της αγωνίας, και ο πνιγμός εκ των δακρύων της θλίψεως και των λυγμών, οίτινες διέσειον το στέρνον αυτού.