United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η εκ Μιλήτου περίφημος Ασπασία, την οποίαν και αυτός ο θαυμασιώτατος και Ολύμπιος Περικλής ηγάπα, δεν είνε ακατάλληλον παράδειγμα συνέσεως, εμπειρίας και οξύτητος και αγχινοίας εις τα πολιτικά διά να το αντιγράψωμεν εις την ημετέραν εικόνα ακριβές και απαράλλακτον, υπό τον όρον να το μεγεθύνωμεν εις το κολοσσιαίον. ΛΥΚ. Διατί, παρακαλώ;

Μετάφραση Αλ. Φιλαδελφέως. Μενέξενος : Μοναδικός στο είδος του διάλογος, γιατί αποτελώντας τάχα εγκώμιο για Αθηναίους που έπεσαν στον πόλεμο, γραμμένο από την Ασπασία, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά λεπτή κ’ ειρωνική σάτυρα της φλύαρης ρητορείας και των ρητόρων της εποχής εκείνης, των οποίων μιμείται με θαυμαστή τέχνη το ύφος και την παραλογιζόμενη σοφιστεία.

Η κυρία Περδίκη αφήνει την επιφυλλίδα της «Εφημερίδος», η Ασπασία την επιφυλλίδα της «Στοάς», ο Τηλέμαχος, . . δεν αφίνει το σιγάρον του, εγείρονται δε και οι τρεις και κυκλούσι τον Περδίκην, και σύρουσιν αυτόν, η μεν από της χειρός, η δε από του επενδύτου του, και ο χαριέστατος κληρονόμος του πατρικού ονόματος και των πατρικών αρετών από της χονδράς αλύσεως του ωρολογίου του.

Δεν λέγει λέξιν, αλλά καταπίπτει επί μιας καθέδρας, και ασθμαίνει κοπιωδώς, ως φύσα σιδηρουργείου. — Τι είνε; φωνεί αναπηδώσα από της έδρας της η σύζυγός του, Τι τρέχει; τι έπαθες; Ο Περδίκης προσπαθεί να ομιλήση, αλλ' η φωνή του εκπνέει εις τον λάρυγγά του. — Δος μου εδώ ένα ποτήρι νερό, Ασπασία! κραυγάζει η Κ. Πηνελόπη, Γρήγορα. Έλα! Και ποτίζει τρυφερώς τον συμβίον της.

Ανοησίαις! ηθικόν! τόσος καλός κόσμος που πηγαίνει . . . — Ναι, δεν σου λέγω, αλλά τι τα θέλεις! θα είχα καλλίτερα να μην επήγαινεν η Ασπασία τόσον συχνά. Εγώ μίαν φοράν επήγα όλην όλην, και αυτήν διά το χατήρι σου, και εντράπηκα, σε βεβαιόνω. Έπειτα είνε και το έξοδο! το Φάληρον τώρα ακρίβηνε. Κάθε φοράν που πηγαίνουν κάτω τα παιδιά, θα θέλουν είκοσι φράγκα το ελάχιστον. — Αι, καλά τώρα!

Μετάφραση Αλ. Φιλαδελφέως. Μενέξενος : Μοναδικός στο είδος του διάλογος, γιατί αποτελώντας τάχα εγκώμιο για Αθηναίους που έπεσαν στον πόλεμο, γραμμένο από την Ασπασία, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά λεπτή κ’ ειρωνική σάτυρα της φλύαρης ρητορείας και των ρητόρων της εποχής εκείνης, των οποίων μιμείται με θαυμαστή τέχνη το ύφος και την παραλογιζόμενη σοφιστεία.

Αλλά τα χαρτία δυστροπούσι φοβερά, και μάτην επικαλείται η κυρία εις βοήθειάν της πάσαν δυνατήν και θεμιτήν καλπονόθευσιν. Τα χαρτιά απλούνται ήδη δι' ογδόην φοράν επί της τραπέζης, ότε η θύρα σημαίνει. Είνε η δεσποινίς Ασπασία και ο νεαρός Τηλέμαχος, υιός και θυγάτηρ του Κ. Περδίκη, επιστρέφοντες από του φαληρικού θεάτρου.

— 'Σάν να είχα κερδήσει εγώ, προσθέτει μετ' ολίγον, τον πρώτον λαχνόν. — Τον καϋμένον τον Τηλέμαχον! Έννοια σου, και θα πω εγώ του μπαμπά σου να σου δώση κάτι τι διά τα έκτακτά σου έξοδα. — Κ' εμένα, μαμάκα; ερωτά η την στιγμήν εκείνην ακριβώς εισερχομένη Ασπασία, δεν θα μου πέση τίποτε από ταις εκατόν;

Καλότα! προσφωνεί τα τέκνα της η κυρία Πηνελόπη, διακόπτουσα επί στιγμήν την χαρτομαντικήν αυτής. Πώς περάσατε; ήτον κόσμος πολύς; πώς επήγεν η παράστασις; — Ωραία, μαμά! απαντά η δεσποινίς Ασπασία εις την πρώτην μητρικήν ερώτησιν.