United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτούς λοιπόν που φυλάττουν τα καλλίτερα πράγματα και είναι υπέροχοι φύλακες ως προς την αρετήν, θα τους θεωρήσωμεν άραγε χειροτέρους από τους κύνας και από τους μεσαίους ανθρώπους, οι οποίοι ποτέ δεν είναι δυνατόν να καταπροδώσουν το δίκαιον χάριν δώρων διδομένων ασεβώς από αδίκους άνδρας; Διόλου μάλιστα. Αυτός ο λόγος είναι ανυπόφορος.

Λέγεις ότι πρέπει να ηξεύρη τις να αγαπά· και εγώ ήξευρα να ομιλήσω περί έρωτος εις την Λίγειαν, αλλά τώρα αποθνήσκω εκ λύπης. Περιμένω ανυπομόνως τον Χίλωνα και η οικία μου είναι ανυπόφορος. Υγίαινε». Ο Χίλων επί πολύν χρόνον δεν εφάνη, ούτως ώστε ο Βινίκιος δεν ήξευρε πλέον τι να υποθέση.

Τώρα δε σκέψου και ποίος ήτο ο φονευθείς• υιός τυράννου, μάλλον δε τύραννος και αυτός και τύραννος χειρότερος και πλέον ανυπόφορος, σκληρότερος εις τας τιμωρίας του και βιαιότερος εις τας ύβρεις, το δε σπουδαιότερον κληρονόμος και διάδοχος όστις επί πολύ θα ηδύνατο να παρατείνη την δυστυχίαν μας.

Λες και τους λάβριζε τα σωθικά, τα νέβρα τους έκαιγε ο ανυπόφορος πολυκαιρινός στερεμός του υλικού έρωτα· του έρωτα του σαρκικού, που δε συγκρατιέται με σίδερα, μ' αλυσίδες δε δένεται. Ο Γιάρανος, ο Κατσικερός κι ο Χλιβέρης, οπού εκαθόνταν στο ακρινό το παράθυρο, ήταν νειογάμπροι αφτοί κ' ήταν καρδιομαραμένοι πιο πολύ από τους άλλους μες το Ένα . Απόκρυφος ο πόνος τους ελίγωνε.

Ένας άνθρωπος ανυπόφορος με διέκοψε. Τα δάκρυά μου ξηράθηκαν. Είμαι αφηρημένος. Υγίαινε αγαπητέ! 4 Αυγούστου. Δεν τα παθαίνω μόνον εγώ. Όλοι οι άνθρωποι εις τις ελπίδες των απατώνται, εις τις προσδοκίες των αποτυχαίνουν. Επισκέφθηκα την καλή μου γυναίκα κάτω απ' τη φιλύρα. Το μεγαλύτερο παιδί της έτρεξε προς εμέ, κ' έτσι έφερε κοντά την μητέρα, η οποία εφαίνετο πολύ καταβεβλημένη.

Κάποτε δε είναι δυνατόν, εάν ο νομοθέτης του επιβάλη την μεγαλιτέραν συμφοράν, να αναγκασθή να απειθήση εις τον νόμον, αφού τον αναγκάζει να λάβη σύζυγον μανιακήν, ή με άλλας φοβεράς του σώματος ή της ψυχής συμφοράς, τας οποίας όταν έχη πλησίον του, είναι ανυπόφορος η ζωή δι' αυτόν. Λοιπόν η συμβουλή μας δι' αυτά ας γίνη νόμος ως εξής.

Το είδες το χρυσό κουτί, των πούρων το στολισμένο με ρουμπίνια και μαργαριτάρια Είναι θαύμα τέχνης και πλούτου. Κ ώ σ τ α ς. Και δώρον του τελευταίου μεγάλου δουκός, του οποίου η πριγκήπισσα υπήρξεν ερωμένη! Τι noblesse! μητέρα μου. Και πώς θα ξαναχρυσώσουμε και μείς με τον γάμον αυτόν τα μηδικά σήματά μας. Αι! Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Να σου 'πω, Κώστα, είσαι ανυπόφορος.

Δηλαδή ή κανείς πόλεμος διά της βίας ανατρέπει τα πολιτεύματα και μεταβάλλει τους νόμους, ή η ανυπόφορος δυσκολία της πτωχείας. Εις πολλά δε και αι ασθένειαι μας αναγκάζουν να νεωτερίζωμεν, όταν ενσκήπτουν επιδημίαι και όταν υπάρχη πολλά έτη διαρκώς κακοκαιρία.

Αφ' ου δε επεράσαμεν την ευώδη ατμόσφαιραν, ευθύς προσέβαλε την όσφρησίν μας οσμή πνιγηρά ασφάλτου και θείου και πίσσης συγχρόνως καιομένων, εκτός δε τούτου κνίσσα δυσάρεστος και ανυπόφορος ως από σάρκας ανθρώπων ψηνομένας• και ο αήρ ήτο σκοτεινός και ομιχλώδης και έσταζεν έλαιον πίσσης• ηκούομεν δε και κτυπήματα μαστίγων και οιμωγάς ανθρώπων πολλών.

Έπρεπε λοιπόν να είναι έτσι εις τον κόσμον, ώστε ό,τι κάμνει την ευδαιμονίαν του ανθρώπου να γίνεται πάλιν πηγή της δυστυχίας του; Το μεστόν, θερμόν αίσθημα της καρδιάς μου προς την ζώσαν φύσιν, που με τόσην ηδονή με κατέκλυζε, που μου παρουσίαζε τον κόσμο γύρω σαν παράδεισο μου καθίσταται τώρα ανυπόφορος βασανιστής, ολέθριος δαίμων, που παντού με καταδιώκει.