United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι λεγόμενοι τεχνοκρίται πολλάς εμελάνωσαν σελίδας προς απόδειξιν ότι το γυμνόν παντός σχήματος χρώμα δεν δύναται να μεταδώση την ιδέαν του κάλλους, αλλ' εις εμέ ουδέν ουδέποτε άλλο θέαμα επροξένησεν όσην εντύπωσιν η αδιάλειπτος και ακαριαία μετάβασις του ανιδέου εκείνου όγκου από του χρώματος της πίσσης εις το της τέφρας, του μολύβδου, του ίου, της ώχρας ή του χαλκού.

Εν τοσούτω, η αδελφή του διηγείτο, ότι ο κακοποιός είχε μεταμεληθή μέχρι της πρωίας και τον έτυπτε μεν η συνείδησις, αλλά και εφοβείτο μη φωραθή, όθεν επερίμενε την άλλην νύκτα. Εμελέτα να υπάγη πάλιν βαθειά τα μεσάνυκτα, διά να ματαιώση το καταχθόνιον έργον. Είξευρε να φράξη καλώς τας οπάς όπως είξευρε να τας ανοίξη· τούτο θα κατώρθωνε διά συμπαγούς τινος μάζης εκ πίσσης και ξύλου.

Εστύπωσεν οπάς τινας, περιήλειψεν αυτάς διά πίσσης, έβαψεν είτα την λέμβον διά φαιού χρώματος στιλπνού και επιβιβάσας εν αυτή δύο γέροντας ναύτας, ων ο έτερος μονόχειρ, διέταξε να περιπλέωσι την νήσον μέχρι του Κάστρου προς βορράν κατέναντι της Χαλκιδικής. Την πρώτην νύκτα ο κλητήρ ηγρύπνησε μέχρι της πρωίας μετά μεγάλης δυσαρεσκείας.

Δένοντες λοιπόν εις την άκραν κοντού κλάδον μυρσίνης, βυθίζουσιν αυτό εις την λίμνην, και δι' αυτής της μυρσίνης ανασύρουσι πίσσαν, ήτις έχει μεν οσμήν ασφάλτου, κατά τα άλλα όμως είναι καλλιτέρα της Πιερικής πίσσης. Την χύνουσιν εις λάκκον ανοιγμένον πλησίον της λίμνης, και αφού συναθροίσωσι πολλήν, τότε εκ του λάκκου την θέτουσιν εις αμφορείς.

Περιττόν δε είνε να προσθέσω, ότι επεκράτει ακόμη το βαθύ σκότος ασελήνου και ομιχλώδους φθινοπωρινής νυκτός, την δε πορείαν ημών εφώτιζον χωρικοί κρατούντες μεγάλας εκ πίσσης λαμπάδας. Τούτους ηκολούθουν περί τους τριάκοντα Καραβινιέροι, φέροντες πλην της σπάθης βαρείαν ράβδον και σύροντες έκαστος διά λωρίου ζεύγος των ανωτέρω περιγραφέντων φοβερών μανδροσκύλων.

Άλλος τρόπος ήτο ο διά του λεγομένου κολλυρίου• κατασκευάζεται δε τούτο εκ πίσσης Βρυττίας και ασφάλτου και διαφανούς λίθου τριμμένου και κηρού και μαστίχης• εξ όλων τούτων έπλαττε το κολλύριον και το εθέρμαινεν εις την φωτιάν, το επέθετεν εις την σφραγίδα, αφού προηγουμένως την επέχριε με σίελον, και ελάμβανε τον τύπον αυτής.

Αφ' ου δε επεράσαμεν την ευώδη ατμόσφαιραν, ευθύς προσέβαλε την όσφρησίν μας οσμή πνιγηρά ασφάλτου και θείου και πίσσης συγχρόνως καιομένων, εκτός δε τούτου κνίσσα δυσάρεστος και ανυπόφορος ως από σάρκας ανθρώπων ψηνομένας• και ο αήρ ήτο σκοτεινός και ομιχλώδης και έσταζεν έλαιον πίσσης• ηκούομεν δε και κτυπήματα μαστίγων και οιμωγάς ανθρώπων πολλών.

Κομίζοντες λοιπόν δεμάτια ξύλων τα έρριπτον εκ του ύψους του προχώματος πρώτον μεν εις το μεταξύ του τείχους και του προχώματος διάστημα· αφού δε τούτο εγέμισε ταχέως ένεκα των πολλών προς τούτο εργαζομένων χειρών, επεσώρευσαν και εις αυτήν την πόλιν, όσον μακράν ηδύναντο να φθάσουν εκ του ύψους, όπου ευρίσκοντο. Εμβαλόντες δε πυρ μετά θείου και πίσσης ανήψαν τα ξύλα.