United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν δε έτυχεν ο βασιλεύς να ανοίξη το οίκημα, ηπόρησεν ιδών ότι έλειπον χρήματα από τα αγγεία, και δεν ήξευρεν εις ποίον να αποδώση το πράγμα, καθότι αι σφραγίδες ήσαν ανέπαφοι και η θύρα κεκλεισμένη. Οι κλέπται ήλθον ως και πρότερον· ο είς εξ αυτών εισήλθεν, επλησίασεν αγγείον τι, και αίφνης συνελήφθη εις την παγίδα.

Τα μικρά βλαχόπουλα, τα οποία έλειπον από πρωίας εις το λειβάδι, επέστρεφον κατ' εκείνην την ώραν οδηγούντα την κοπήν εις το μανδρί· αι βλαχοπούλαι ήρχοντο εκ της πηγής, εύσωμοι και ροδοκόκκιναι με το ξύλινον βαρέλι όρθιον επί κεφαλής, ως Καρυάτιδες και τους κάδους πλήρεις νερού εις τας χείρας.

Ο ναΐσκος ωρθούτο ακόμη, αλλ' ήτον έρημος και αλειτούργητος. Το καθολικόν εστεγάζετο ακόμη, αλλ' εις το άγιον βήμα η στέγη είχε καταρρεύσει προς το βόρειον, αι δε πλάκες της σκεπής και τα συντρίμματα είχον καλύψει το θυσιαστήριον· υπήρχε ξύλινον τέμπλον, πάλαι ποτέ γλυπτόν και χρυσωμένον, εφθαρμένον και δυσγνώριστον, αλλ' αι εικόνες έλειπον.

Εφαντάζετο ότι η προθυμία αύτη ήτο εκ σεβασμού και αβροφροσύνης προς αυτόν, ως πρόκριτον εκ καλής οικογενείας του τόπου. Όλον τον χρόνον δεν του έλειπον οι εργάται. Είχε δύο βουνά ολόκληρα να καλλιεργήση. Είχε να ξανοίξη, να ξεσκαλώση, να θαμνέψη, να βοτανίση, να φυτέψη, να θηλιάση, να οργώση.

Οι χωρικοί έλειπον όλοι εις τας εργασίας των γυναίκες και άνδρες, μικροί και μεγάλοι, έκαστος κατά τας δυνάμεις του είχον αναλάβει τα καθημερινά, τ' αναλλοίωτα καθήκοντά των, άμα τη χαραυγή.

Σκυλίσσης, έλειπον σχεδόν εντελώς, και πάντες περίπου όσοι παρεκάθισαν εις το μεσονύκτιον δείπνον το είχον κερδίσει αληθώς εν ι δ ρ ώ τ ι τ ο υ π ρ ο σ ώ π ο υ τ ω ν.

Κι' αν ξυπνήση, κ' ιδή να λείπης από κοντά της, πώς θα της φανή;. . . Δε θα βάλη της φωνές;. . .Θα τρελλαθή, το κορίτσι! Αι δύο αδελφαί εκοιμώντο τω όντι μόναι εις την μικράν οικίαν. Η Αμέρσα ήτο άφοβος, κ' ενέπνεε πεποίθησιν, ως να ήτο ανήρ. Ο πατήρ των είχεν αποθάνει προ πολλού, οι δε επιζώντες υιοί διαρκώς έλειπον εις τα ξένα.

Προσέβλεπε δε συχνά, αφ' ης ώρας εξήλθε του χωρίου, την αγροτικήν σκιάδα του Μήτρου, θέλουσα να συνειθίση εις την όψιν της και να μη την φοβήται πλέον: — Δεν ένε! έκραξεν αίφνης δυσθύμως. Τω όντι, εφ' όσον επλησίαζεν εις την σκιάδα, διέκρινεν ότι ο Μήτρος και τα πρόβατα έλειπον.

Ιδού λοιπόν εγώ πωλητής παστών εν πλήρει αγορά! Κατέλαβα θέσιν κατάλληλον εις την μικράν παρά την προκυμαίαν πλατείαν και ήρχισα μετά τινος, κατ' αρχάς, δειλίας να προσκαλώ αγοραστάς. Ήτο εισέτι πολύ ενωρίς, αλλ' αγορασταί δεν έλειπον, οι δε ιχθύς μου ήσαν εις ζήτησιν και η υπόθεσις προέβαινε κατ' ευχήν.

Ο γέρων Οικονόμος έλυσε τον επίδεσμον και παρετήρησεν ότι έλειπον όλοι οι πρόσθιοι οδόντες του μπάρμπα Κώστα και εκ των δύο σιαγόνων. Και καταπνίγων θλίψιν τινα ενδόμυχον: — Δεν έχεις τίποτε, είπε. Μόνον πώς θα σ' έχουμε πλέον χωρίς δόντια. — Δόκθα θοι ο Θεός! Δόκθα θοι ο Θεός! — Πλην μη λυπήσαι· την θέσιν σου θα την έχης πάντοτε εις την Εκκλησίαν και εις την καρδίαν μου.