United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όμως την εμίσει. Εκείνη θα του έδιδε θάρρος. Δεν είχον δε ακόμη κοπεί όλοι οι δεσμοί των οποίων άλλοτε η γοητεία τον είχεν υποδουλώση. Ότε εισήλθεν εις τον κοιτώνα της, κινάμωμον ελιβάνιζεν εντός πορφυρού δοχείου. Πούδραι, αλοιφαί, αραχνοειδείς οθόναι, κεντήματα ελαφρότερα πτερών, ήσαν εσκορπισμένα εδώ και εκεί.

Αφού δ' επέρασεν έτος, παρουσιάσθη εις τον βασιλέα ο οποίος τον ύψωσεν εις βαθμόν υψηλότερον παρά κάθε άλλον Έλληνα ελθόντα παρ' αυτώ, όχι μόνον διά την προϋπάρχουσαν εις αυτόν αξίαν και την ελπίδα την οποίαν έτρεφε να υποδουλώση δι' αυτού την Ελλάδα, αλλά προ πάντων διότι εφαίνετο άνθρωπος συνετός και έμπειρος.

Από εκείνην την στιγμήν βλέπει να κρέμεται επάνω εις την κεφαλήν του της Θείας Δίκης η ρομφαία· ζητεί να την απομακρύνη με την προσευχήν, να εξιλεωθή με τον Θεόν αλλά αισθάνεται ότι τα δεσμά της κοσμικής απολαύσεως του έχουν υποδουλώση τόσον την ψυχήν, ώστε δεν είναι επιδεκτική μετανοίας· Πώς είναι δυνατόν την άφεσιν να λάβη κείνος 'πού τον καρπόν κρατεί του εγκλήματός του;

Όλη δε αύτη η δύναμις συνενωθείσα επεχείρησέ ποτε με μίαν ορμήν να υποδουλώση και τον ιδικόν σας τόπον και τον ιδικόν μας και πάντας τους εντεύθεν του στενού. Και τότε, ω Σόλων, η δύναμις της πόλεως υμών έγινε περιφανής εις όλους τους αν- θρώπους και διά την ανδρείαν και διά την ρώμην αυτής.

Δέκα δε έτη μετ' αυτήν πάλιν ο βάρβαρος μετά μεγάλου στόλου ήλθε να υποδουλώση την Ελλάδα. Τοιούτου μεγάλου κινδύνου επικρεμασθέντος, και οι Λακεδαιμόνιοι ετέθησαν επί κεφαλής των συμπολεμησάντων Ελλήνων ως ανώτεροι κατά την δύναμιν, και οι Αθηναίοι, εισβαλόντων των Μήδων, διανοηθέντες να εγκαταλείψουν την πόλιν των και παραλαβόντες τα σκεύη των εισήλθον εις τα πλοία και εγένοντο ναυτικοί.

Και αυτή η βακχική όρχησις, η οποία συνειθίζεται και εκτιμάται προ πάντων εις την Ιωνίαν και τον Πόντον, καίτοι είνε σατυρική, τόσον έχει υποδουλώση τους εκεί ανθρώπους, ώστε κατά την ωρισμένην εποχήν αφήνουν πάσαν άλλην ασχολίαν και επί ημέρας κάθηνται και βλέπουν τιτάνας και κορύβαντας, σατύρους και βουκόλους ορχουμένους.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τώρα πρέπει να στείλω ταπεινωτικάς προτάσεις εις τον νεανίαν, και εις μέσα ποταπά και χαμερπή να περιστρέφομαι, εγώ, ο κατ' αρέσκειαν διευθύνας το ήμισυ του κόσμου, και τύχας ανυψών και καταβιβάζων. Εγνώριζες πόσον με είχες υποδουλώση, και ότι το ξίφος μου αμβλυνθέν υπό του έρωτος, θα υπήκουεν εις αυτόν εις πάσαν περίστασιν. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω συγχώρησε, συγχώρησε!

ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Δεν ηξεύρω τι ίχνη αφήκεν η αδυσώπητος τύχη επί του μετώπου μου, αλλ' ουδέποτε θα εισέλθη αύτη εις το στήθος μου, ουδέποτε θα υποδουλώση την καρδίαν μου. ΛΕΠΙΔΟΣ. Μετά χαράς σε βλέπω εδώ. ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Το πιστεύω, Λέπιδε. — Λοιπόν είμεθα σύμφωνοι. Παρακαλώ να συνταχθή και να σφραγισθή παρ' ημών η σύμβασις. ΚΑΙΣΑΡ. Αύτη θα είναι η πρώτη μας πράξις.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Να σκεφθώμεν και ν' αποφασίσωμεν ν' αποθάνωμεν. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τις πταίει διά ταύτα, ο Αντώνιος ή εγώ; ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αντώνιος μόνος, όστις επέτρεψεν εις τo πάθος του να υποδουλώση το λογικόν του.

Παράδοξος βεβαίως και αλλόκοτος η εποχή εκείνη, καθ' ην, όπως διατηρήση τις την ελευθερίαν του να φαντάζηται και ν' αναμιμνήσκεται, ή να συρράπτη έωλα πολλάκις και σχολαστικά εξαγόμενα επιπόνων ερευνών, ώφειλε πρώτον να υποδουλώση εσαεί την δύναμιν του να σκέπτηται και να φρονή. Και όμως πλείστοι ηρκέσθησαν εις τον πενιχρόν εκείνον διανοητικόν βίον. Αλλ' ουχ ούτω και ο Γεώργιος Γεμιστός.