Σαν εφούσκωνε καλά την παραδαρμένη του, εξεζωνόταν τη φουστανέλα του, κ' έγερνε σε καμιά λάκα ανάσκελα. Άνοιγε το στόμα στον ήλιο σα λουρίτης, κι αγκομάχαε από το πολύ πρήσιμο. Μα όσο να τον τρέφουν, παιδιά μου, οι γονήδες του τον καθένανε, έρχεται, καιρός που τους χάνει. Κ' είνε πια πρεπειό του κι ανάγκη του, να ξεδουλέψη κι ατός του το ψωμάκι του. Μην ψοφήση από την πείνα, σα μολεμένο κουτάβι.
Είταν αφτά στον καιρό που το Άστυ έβγαζε τις περίφημες τις ιντερβιούδες του . Έτρεχε ο ρεπορτιέρης από το ένα σπίτι στάλλο, άρπαζε ό τι του λέγανε και πολύ πιο συχνά ό τι δεν του λέγανε, κ' έτσι γιόμιζε κόλλες και κόλλες χαρτί. Ρωτούσε δηλαδή τον καθένανε τι φρονούσε για τον τάδε πεζογράφο ή ποιητή — και σου έβγαζε πια το άχτι του ο καθένας, που είτανε χαρά Θεού.
Λέξη Της Ημέρας