United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού δεν ήξερε γράμματα η φτωχή, πως θα το διάβαζε και σάλλον πώς να εμπιστευθή να της το διαβάση; Ως τόσο κάθησα κέγραψα ένα γράμμα. Σαυτό τη βεβαίωνα για την αγάπη μου και τη λύπη μου που δε την είδα να την αποχαιρετήσω όταν έφευγα. Αλλά και γιαυτό φοβόμουν μήπως πήγαινε κανείς να της πη ψέμματα πως έπαψα να την αγαπώ.

Μ' ετήραε παραπονετικά με τα μάτια του τα μεγάλα, σα να μου ζητούσε βοήθεια. Γιατί πάσχιζε να γυρίση τα πισινά του κατά το συρμητό της βροχής και δε δύνονταν, καρφωμένο εκεί 'ςτόν τόπο, από το πεσμένο σαμάρι, που ολοένα το καταπλάκωναν οι άμμοι και τα χαλίκια που παρέσερνε η σούδα του δρόμου. Το λυπιόμουν το μαύρο πλιότερο κι από τον εαυτό μου. Φοβόμουν να μην κάμη 'ςτά μάτια.

Με τι ανακατωμένα αισθήματα γύρισα τότε στο χωριό. Με τι πόθο να δω το Βαγγελιό, αλλά προ πάντων με τι ονειροπολήματα, που είχε κτίσει η περιέργειά μου από την τελευταία μας συνάντηση. Και πάλι όμως φοβόμουν ότι η νέα ευτυχία, που άρχιζα να νιώθω στην αγάπη της γυναίκας, να ναυαγούσε στην έχθριτα της μητέρας μου. Και σ' αυτά, πόθους και φόβους, μπλεκόταν ένας δισταγμός.

Στο τέλος τον πλησίασα… Τζατσί; Τζατσίεπανέλαβε δυο φορές ο Έφις ασθμαίνοντας και με βαριά φωνή, σαν να καλούσε ακόμη το θύμα του «τον φώναξα….. Δεν απαντούσε. Και δεν άντεξα να τον αγγίξω…. Και το έσκασα, και μετά γύρισα πίσω…. Τρεις φορές το έκανα∙ δεν άντεχα όμως να τον αγγίξω. Φοβόμουν…»

Μ' ετήραε παραπονετικά με τα μάτια του τα μεγάλα, σα να μου ζητούσε βοήθεια. Γιατί πάσχιζε να γυρίση τα πισινά του κατά το συρμητό της βροχής και δε δύνονταν, καρφωμένο εκεί, 'ςτον τόπο, από το πεσμένο σαμάρι, που ολοένα το καταπλάκωναν οι άμμοι και τα χαλίκια που παρέσερνε η σούδα του δρόμου. Το λυπιόμουν το μαύρο πλιότερο κι από τον εαυτό μου. Φοβόμουν να μην κάμη 'ςτα μάτια.

Σκεφτόμουν ότι ο Κύριος ήταν εκείνος που μ’ έκανε να φύγω. Φοβόμουν και ντρεπόμουν να παρουσιαστώ στον ντον Πρέντου μ’ εκείνη την απάντηση. Ναι, ντόνα Νοέμι, επειδή ο ντον Πρέντου με είχε πάρει στην υπηρεσία του μόνο και μόνο γι’ αυτό το σκοπό, το ξέρω. Σας αγαπούσε και ήθελε να είμαι εγώ ο ενδιάμεσος. Όταν, λοιπόν, εσείς είπατε όχι, όχι, εγώ έφυγα…»

Έως τότε ο νους μου δεν πήγαινε πολύ μακρότερα των λέξεων, όταν έλεγα πως δε φοβόμουν να κολλήσω το νόσημα του Βαγγελιού και να πεθάνω τον ίδιο θάνατο. Αλλά τώρα έβλεπα τη φοβερή πραγματικότητα καισθάνθηκα να περνά από πάνω μου ως κρυερό φύσημα θανάτου. Τόσον δε ζωηρή ήτον η εντύπωση, ώστε άρχισα να βήχω, πράμμα πούδωκε μεγάλη ανησυχία στη μητέρα μου: — Γιάειντα βήχεις, παιδί μου; με ρώτησε.

— Κ' αυτός εμεγάλωσε, γίνηκε άντρας! είπε το Βαγγελιό. Εγώ φοβούμαι να τονε φιλήσω, σαν πρώτα. Αυτά τα λόγια με χαροποίησαν, αλλά μέφεραν κιάνω κάτω. Ήμουν σαστισμένος. Κεγώ φοβόμουν, όχι να ορμήσω, όπως πριν, στην αγκαλιά της, αλλά και μόνο να την πλησιάσω. Αλλ' όταν σένα λεπτό νίκησα το δισταγμό μου και το Βαγγελιό μ' αγκάλιασε και με φίλησε, μου φάνηκε ότι τώρα με φιλούσε διαφορετικά.

Το αγόρι κάθισε κουρασμένο στην πέτρα μπροστά στο καλύβι και έλυνε τα κορδόνια του ενώ ρωτούσε μήπως βρισκόταν τίποτε για να φάει. «Έτρεξα σαν ελαφάκι επειδή φοβόμουν τ’ αερικά......»