United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν συγχωρείται δε παρ' αυτοίς κατ' ουδένα τρόπον να δίδωσι το πτώμα εις τα ζώα, και διά τούτο το ταριχεύουσιν ίνα μη το φάγωσιν οι σκώληκες εάν ταφή. Βεβαιούσιν όμως οι Αιγύπτιοι ότι ο ταύτα παθών δεν ήτο ο Άμασις, αλλά άλλος τις Αιγύπτιος, έχων το αυτό ανάστημα με τον Άμασιν, τον οποίον κακοποιούντες οι Πέρσαι ενόμιζον ότι εκακοποίουν τον Άμασιν.

— Ο γάμος είναι ανοησία, εις την οποίαν ημπορεί τις να υποπέση ενόσω είναι νέος. Αφού πήξη ο νους, δεν συγχωρείται πλέον. Εγώ εις την νεότητά μου διέφυγα την δουλείαν της συζυγίας, και θα χάσω τώρα την ελευθερίαν μου! Αυτίκα δούλιον ήμαρ εμοί περιμηχανόωντο.

Εκείνο δε που είνε θαυμαστότερον ακόμη, είνε ότι, κατά την γνώμην των πολλών, και παραβαίνων τον δοθέντα όρκον ο εραστής, συγχωρείται, μόνος αυτός, υπό των θεών· διότι, λέγουν, αφροδίσιος όρκος δεν υπάρχει. Τοιουτοτρόπως και οι θεοί και οι άνθρωποι παρέχουν πάσαν εξουσίαν εις τον ερώντα, κατά τα εδώ κρατούντα.

ΡΩΜΑΙΟΣ Συμπάθησέ με, καλέ μου Μερκούτιε· είχα μίαν υπό- θεσιν πολύ σπουδαίαν, και εις μίαν περίστασιν, ωσάν αυτήν οπού μου έτυχεν, η χωριατιά είναι συγχωρη- μένη μεταξύ φίλων. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Δηλαδή, με άλλα λόγια, εις μίαν περίστασιν ωσάν αυτήν οπού σου έτυχε, συγχωρείται να δείξη κανείς την ράχιν του.... ΡΩΜΑΙΟΣ Από το πολύ σκύψιμον διά να ζητήση συγχώρησιν. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Καλά τα διορθόνεις.

Δεν δύναμαι να εγκρίνω, αλλά προθύμως θα συνεπινεύσω, εις την παρ' υμών αθέτησιν του νόμου». Αλλά και αυτή η αθλία, ένοχος υπεκφυγή δεν συγχωρείται εις αυτόν. Ο Σατανάς θέλει να έχη από τους υπηρέτας του την πλήρη ολότητα των εγκλημάτων των, και την ιδιόχειρον υπογραφήν της ιδίας συγκαταθέσεώς των μέχρι τέλους.

Ωιμένα, αφανισμός μου, 'πού είδα ό,τ' είδα και οπού βλέπω τούτα εμπρός μου! Αλλά εις τον λεπτοΰφαντον οργανισμόν της φέρει το τελευταίον κτύπημα ο φόνος του πατρός της από το χέρι του αγαπημένου της, προς τον οποίον δεν της συγχωρείται πλέον να στρέψη καν το βλέμμα της διά να τον λυπηθή.

Αλλά απέναντι της γενικής διαφθοράς, οπού είναι η γεννητική αιτία, όχι το αποτέλεσμα, του ωρισμένου κακουργήματος, τι σημαίνει η πτώσις του μεγάλου ενόχου; πόθεν θα πεισθή ο Αμλέτος ότι με το να κάμη φόνον θα επιτύχη, έστω και μακρόθεν, τον σκοπόν προς τον οποίον τείνει η ενθουσιώδης, η εξημερωτική ψυχή του; Ή μήπως δύναται να καθησυχάση την συνείδησιν του, να εξαγνίση την πράξιν του, με την πεποίθησιν ότι με αυτήν επιβάλλει τιμωρίαν; αλλά δύναται ο άνθρωπος να αντιποιηθή θέσιν δικαστού άμα και τιμωρού απέναντι των ομοίων του; δύναται να πράξη αυτοβούλως ως άτομον ό,τι μόλις του συγχωρείται να πράξη ως αντιπρόσωπος της κοινής συνειδήσεως; Ή μήπως δύναται ο Αμλέτος να παραδοθή εις την μυστηριακήν πίστιν ότι αυτός είναι το προωρισμένον όργανον της Θείας Δίκης; Τοιαύτην παθητικήν κατάστασιν δεν αποδέχεται ψυχή μεγάλη, ως εκείνη του Αμλέτου, ενόσω έχει ακόμη πλήρη την συναίσθησιν της ανθρωπίνης αυτεξουσιότητος, μία ψυχή διά την οποίαν μόνον η ελευθέρα θέλησις και η πεφωτισμένη συνείδησις είναι ασφαλείς οδηγοί πάσης ενεργείας.

Αλλά βεβαίως, εάν υπάρχη απλή κρίσις και όχι επιστήμη, ούτε ισχυρά γνώμη δια να αντιτείνη, αλλά ήπια, καθώς συμβαίνει εις τους διστάζοντας, τότε συγχωρείται το να μη εμμένη εις αυτάς απέναντι σφοδρών επιθυμιών. Αλλά δια την μοχθηρίαν δεν υπάρχει συγγνώμη, ούτε διά κανέν από τα άλλα τα αξιοκατάκριτα. Τότε λοιπόν ίσως μόνον όταν αντιτείνη η φρόνησις υπάρχει ακράτεια, διότι αυτή είναι πολύ ισχυρά.

Αντείπε του ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 90 «Ω φίλε, αφού κάτι να ειπώ κ' εμένα συγχωρείται, μέσα η καρδιά μου σχίζεται, την ώρα οπ' ακούω ταις ανομιαίς να λέγετε, που εργάζονται οι μνηστήρεςτο σπίτι σου, 'ς το πείσμα σου, 'που τέτοιος είσαι νέος. το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σώχει μίσος 95 ο λαός όλος και θεού φωνήν έχει οδηγόν του; ή κακούς έχεις αδελφούς; και 'ς τ' αδελφού το χέρι, μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρρος έχει. αχ! νέος να 'μουν, ως εσύ, με την καρδιάν οπ' έχω, και του Οδυσσέα του λαμπρού τέκνου ή αυτός εκείνος 100 από τα ξένα νεόφερτος, —και ακόμα ελπίδα μένει, ήθελα εχθρός να μώκοφτε την κεφαλήν αμέσως. ανόλους αυτούς όλεθρος εγώ δεν εγενόμουν, άμ' έσταινα το πόδι μουτο δώμα του Οδυσσέα. κ' εμέ τον μόνον αν αυτών εδάμαζε το πλήθος, 105τα μέγαρά μου ήθελα να πέσω σκοτωμένος, παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα, να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις μέσατα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν, κρασιά να βγάζουν περισσά, και ταις τροφαίς να τρώγουν, 110 αδίκως, ατελείωτα, 'ς έργο, 'που δεν θα γείνη».