United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόσο φρόνιμοι, τόσο καλοί άνθρωποι άρχισαν για μερικές μυστικές διαφορές να σιωπούν μεταξύ τους· κάθε ένας εσκέπτετο για το δίκηο του και το άδικο του άλλου, και η σχέσεις τόσο πολύ επεριπλέκοντο και παρωξύνοντο, ώστε έγεινε αδύνατο να λυθή ο δεσμός ίσα ίσα εις την κρίσιμο στιγμή, από την οποίαν το παν εξηρτάτο.

Πού να της βρούμε της λίρες, είπε τότε η Αφέντρα, λυθείσης της γλώσσης τηςεπειδή η μοδίστρα της είχεν ειπεί, ότι η νύφες που φορούν ευρωπαΐκά δεν είνε ανάγκη να σιωπούν, ούτε να καμαρώνουν, καθώς εσυνήθιζαν η πρωτινές, που φορούσαν καβούκες κεντητές και χρυσοΰφαντα ποδογύριακαι μαλιστα ωμοίαζαν πολύ με αχελώνες, καθώς έλεγεν η μοδίστρα.

Όχι μόνον αι φωναί των δεν συμφωνούν, αλλά και οι τρόποι των είνε ανόμοιοι και αντιθέτως κινούνται και αι σκέψεις των συγκρούονται, έως ου ένα έκαστον εξ αυτών αποπέμψη εκ της σκηνής ο χορηγός λέγων ότι δεν τον χρειάζεται πλέον• μετά τούτο σιωπούν όλοι ομοίως και παύουν να τραγουδούν παραφώνως το συγκεχυμένον εκείνο και άτακτον άσμα.

Αλλ' όταν κανείς παλαιός των φίλος προσέρχεται και ζητή να του δώσουν μικράν συνδρομήν, σιωπούν και φαίνονται ως μη εννοούντες ή υποστηρίζουν τα αντίθετα• οι δε πολλοί λόγοι περί φιλίας, περί αρετής και αγαθοεργίας εξαφανίζονται διά μιας, ως πτερόεντα αληθώς έπη και εις μάτην νομίζεις τα επαναλαμβάνουν καθ' εκάστην εις τας ομιλίας των.

Και εις τας δημοσίας διαλέξεις πρέπει να εισέρχεσαι τελευταίος, διότι τούτο δίδει επισημότητα• ενώ δε σιωπούν όλοι ακροώμενοι, ρίπτε ένα έπαινον παράξενον, ο οποίος ν' αποστρέψη και ταράξη την προσοχήν των άλλων, ώστε να αισθάνωνται όλοι ναυτίαν και να φράσσουν τα ώτα διά να μη ακούουν τας αηδείς σου υπερβολάς.

Το πόδι σου σαν περιστέρι, τα ρείθρα λες αφρός τα γγίζει και φέγγει γύρω τον αέρα· δέσε στο χέρι μου το χέρι και πέρα από τον κάμπο, πέρα κι από το λόφο, πέρα πάλι κι απ το βουνό και το ακρογιάλι και πάντα εμπρός και πάντα πέρα προς την ολόφωτην ημέρα! Τι θέλουν αυτοί κάτω συναγμένοι κι άγρια φωνάζουν κι έξω με ζητούν; ι ο βασιλιάς ρωτά, και οι καθισμένοι γύρω βλέπονται μόνο και σιωπούν.

Λοιπόν, τον ηρώτησεν ο Ευθύδημος, όταν σιωπάς δεν σιωπάς όλα τα πράγματα; — Μάλιστα, του απεκρίθη. — Σιωπάς επομένως και τα λαλούντα, αφού βέβαια και τα λαλούντα περιλαμβάνονται μέσα εις το: όλα τα πράγματα. — Και πώς; είπεν ο Κτήσιππος, όλα τα πράγματα δεν σιωπούν; — Όχι βέβαια, απήντησεν ο Ευθύδημος. — Όλα λοιπόν τότε ομιλούν, αγαπητέ μου; — Εκείνα τουλάχιστον που ομιλούν. — Δεν είναι αυτό που σε ερωτώ, είπεν ο Κτήσιππος, αλλά, αν όλα τα πράγματα ομιλούν ή σιωπούν; — Ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά και τα δύο μαζί, επετάχτηκε και είπεν ο Διονυσόδωρος· και είμαι βέβαιος ότι δεν θα έχης να αντιτάξης τίποτε εις αυτήν την απάντησιν.

Επάνω εις αυτό ο Διονυσόδωρος ηρώτησε τον Κτήσιππον·Και δεν είναι αρά γε δυνατόν διά τους σιωπώντας να ομιλούν; — Όλως διόλου αδύνατον, απήντησεν ο Κτήσιππος. — Και διά τους λαλούντας επίσης να σκοπούν; — Ακόμη ολιγώτερον. — Έτσι λοιπόν όταν ομιλής διά λίθους, ξύλα, σίδερα, δεν ομιλείς διά σιωπώντα πράγματα; — Κάθε άλλο, φίλε μου, αν τύχη μάλιστα να περνώ από γύφτικα· εκεί δα θακούσης τα σιδερικά να φωνάζουν και να σκούζουν, αν τα εγγίξη κανείς· ώστε αυτή τη φορά γελάστηκες, φαίνεται, από υπερβολικήν σοφίαν, και δεν κατάλαβες πως δεν είπες τίποτε· αλλά απόδειξέ μου τώρα και το άλλο, πως είναι δυνατόν διά τους λαλούντας να σιωπούν.

Τότε ανανήφοντες εκ της μέθης, σιωπούν και επανέρχονται εις την προτέραν κατάστασιν. Αλλά το παραδοξώτερον δεν είπα• εάν ο γέρων αφήση εν τω μεταξύ ημιτελή την ομιλίαν του και δύσαντος του ηλίου εμποδισθή να την φέρη εις πέρας, όταν το επόμενον έτος θα πίη εκ νέου εκ της πηγής, θα την εξακολουθήση εκ του σημείου όπου την αφήκεν όταν εξεμέθυσε.