United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκλινον την κεφαλήν άλλος εδώ, άλλος εκεί· άλλος έκυπτε κάτω, άλλος υψούτο επί των ονύχων των ποδών ίνα το ίδουν απ' όλα τα μέρη το όπλον και απετόλμων κάποτε να τείνουν την χείρα ίνα το ψαύσουν, απαλ' απαλά μόλις, μετά δειλής προφυλάξεως, ως να ήτο αφρός κ' εφοβούντο μη διαλυθή άμα τη επαφή.

Μή τοι δεν εγίνετο χάριν ημών ο πάταγος όλος εκείνος; Ερύθημα χαράς και συγκινήσεως επορφύρωσε τας παρειάς μου, όμοιον προς το ερωτότροπον εκείνο ερύθημα, το βάπτον τας παρειάς δειλής κορασίδος, ήτις βλέπει συνωθουμένους περί εαυτήν σμήνος όλον χορευτών, και αγνοεί έτι τις πρώτος θέλει παρασύρει αυτήν εις τον μεθυστικόν στρόβιλον του χορού.

Η οικία ήτο εκ των σχηματιζουσών τον εξωτερικόν περίβολον του Κάστρου, έκειτο δε υπεράνω της κοιλάδος και απέναντι του αποκρήμνου ακρωτηρίου, το οποίον χθες, εις το φως της δείλης, μας επροξένησε τόσον πένθιμον εντύπωσιν. Ήδη, βλεπόμενον άνωθεν και φωτιζόμενον υπό του ηλίου, δεν είχε την χθεσινήν απαισίαν μορφήν του.

Προς τα άκρα της δε εστεφανούτο υπό βράχου κωνοειδούς, επί του οποίου διεκρίνοντο εισέτι, φωτιζόμενοι υπό της δείλης, οι τοίχοι των οικιών των απαρτιζουσών το Κάστρον, την πρωτεύουσαν της νήσου. Κάτωθι του Κάστρου, εις τον αιγιαλόν, δύο τρεις ταπειναί οικοδομαί απετέλουν την Σκάλαν, το επίνειον της νήσου.

Ας περιμείνω μέχρις ου νυκτώση, και τότε κρυφίως εισχωρών μέχρι της καλύβης του τον ευρίσκω, αναγνωρίζομαι και επικαλούμαι την σύμπραξίν του. Αλλ' έως τότε; Ο ήλιος είχε κρυφθή όπισθεν του βουνού, αλλ' από του διαυγούς ουρανού αντενακλάτο άφθονον το φως της δείλης.

Αι δε περιστεραί μετά δειλής ταχύτητος κροτούσαι τας δύο πτέρυγάς των έρχονται την εσπέραν να χωθώσιν εις τας αντρώδεις του βράχου κρύπτας αισθανόμεναι την ερχομένην νύκτα. — Δεν θα μας έλθη κανένας παπάς, έκραξεν εν τη ερημία εκείνη ποιμήν τις με την έρρινον και οξείαν ως από σουραυλίου φωνήν εκείνην, ην δημιουργεί τοσούτον φυσικώς εις τους ποιμένας το βουνώδες αυτών έργον.

Ουδόλως δ' υπελόγιζε τον κόπον της ημέρας εκείνης, εξ ου επόνεσαν τα αβρά δάκτυλά της, απέναντι της δειλής χαράς, ήτις σιγά-σιγά εβόμβει εις τα ώτα της ως μακρυνόν άσμα αναγγέλλον την παύσιν των δεινών της.

Κύττα, θεια-Σειραϊνώ . . . Δεν σου φαίνεται σα ν' αρμενίζουμε στο πέλαγο τώρα, μαζί με τον πατέρα μου, με τη βάρκα του Καλούμπα; Όλο το ίδιο δεν είνε; Ακούς, θεια- Σειραϊνώ, πώς πέφτει η βροχή, πώς βοΐζει ο αέρας, βρρρρ ! . . . κρρρρ! . . . μπρρρρ! . . . θεια-Σειραϊνώ. Την τρίτην νύκτα, ήτοι μετά νυχθήμερον και εξάωρον από της δείλης της Δευτέρας, ο Πάπος δεν εφάνη πλέον εκεί.