United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόσον εγοητεύθηκα από την αλήθειαν, από την αγαθότητα, με την οποίαν το είπεν, ώστε δεν εμπόρεσα να εκφράσω άλλως το αίσθημά μου, παρά επήρα το παιδί από την γην, και τόσον ζωηρά το εφίλησα, ώστε αυτό αμέσως άρχισε να φωνάζη και να κλαίη. — Δεν εκάματε καλά, είπεν η Καρολίνα. — Εταράχθηκα. — Έλα, Αμαλίτσα μου. εξηκολούθησε, ενώ το έπιασε από το χέρι και το κατέβαζε στα σκαλιά, πήγαινε νίψου από την δροσεράν βρύσιν, γλήγορα, γλήγορα, τότε δεν πειράζει. — Όταν εστεκόμην εκεί και παρετήρουν με πόσην προθυμίαν το μικρόν έτριβε με τα βρεγμένα του χεράκια τα μάγουλά του, με ποίαν πεποίθησιν, ότι διά της θαυμασίας πηγής θ' απεπλύνετο από παν μόλυσμα και θ' απηλλάσσετο από τη ντροπή πως θα της έβγουν άσχημα γένεια· όταν η Καρολίνα έλεγεν «αρκεί» και το παιδί μόλα ταύτα ακόμη ζωηρότερα επλύνετο, ωσάν το πολύ να επέφερε περισσότερον αποτέλεσμα από το ολίγονσου λέγω, Γουλιέλμε, ουδέποτε με περισσότερον σεβασμόν παρευρέθην εις βάπτισμακαι όταν η Καρολίνα ανέβη, ευχαρίστως θα ερριπτόμην μπροστά της όπως μπροστά σε προφήτη, όστις εξαγίαζε ταμαρτήματα ενός λαού.

Ούτω απηλλάσσετο και από τας επιπόνους εργασίας εις τας οποίας τον υπέβαλλεν ο πατέρας του και έμενεν ελεύθερος εις τας παρορμήσεις της τρέλλας ήτις εκυκλοφόρει, με το υπέρθερμον αίμα, εις τας φλέβας του. Η χαρά δε την οποίαν ησθάνετο φανταζόμενος τον ελεύθερον εκείνον και αχαλίνωτον βίον εμετρίασε και την πικρίαν την οποίαν αφήκαν εις την ψυχήν του οι απελπιστικοί λόγοι της χήρας.

Ο καπετάν- Γιωργάκης ενδίδων εις την απαίτησιν του πλήθους, απορρίψας τα ελαφρά υποδήματά του, έτρεξεν επί της σκάρας πατών επί των ονύχων, όπισθεν της πρύμνης, και την στιγμήν, καθ' ην η πρύμνη απηλλάσσετο τέλος της εσχάρας και το σκάφος, φέρον υπερήφανον την κυανόλευκον επί κονταρίου μετ' ερυθρού σταυρού, εβαπτίζετο το πρώτον εις το κύμα, ερρίφθη με όλα τα ενδύματά του κατά κεφαλής εις την θάλασσαν, βυθισθείς πρώτον, είτα ευθύς ανελθών εις την επιφάνειαν, και αφού εκολύμβησε δύο ή τρεις γύραις, επέστρεψεν εις τα ρηχά, επάτησεν εις την άμμον, απέβη εις την ξηράν, και υπό τους αλαλαγμούς του πλήθους έτρεξεν εις την καλύβην, όπου εις την στιγμήν ήλλαξε τα βρεγμένα αμπαδίτικα κ' εφόρεσε τα κυριακάτικα.

Μία λυχνία και δύο κηρία έκαιον επί χαμηλής τραπέζης. Το παιδίον, παχύ, μεγαλοπρόσωπον, με αόριστον ροδίζοντα χρώτα, με βλέμμα γαλανίζον και τεθηπός, ανέπνεε και ησθάνετο άνεσιν, καθ' όσον απηλλάσσετο των σπαργάνων. Εμειδία προς το φως το οποίον έβλεπε, κ' έτεινε την μικράν χείρα διά να συλλάβη την φλόγα. Την άλλην χείρα την είχε βάλει εις το στόμα του, κ' επιπίλιζεν, επιπίλιζε.