United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ντον Πρέντου απάντησε με ένα περιφρονητικό νεύμα της κεφαλής, από κάτω προς τα επάνω, καταδέχτηκε όμως να στήσει αυτί για ν’ ακούσει τι αγόραζε ο υπηρέτης. «Δώσε μου ένα σκούφο, Αντόνι Φραντσί, αλλά να είναι μακρύς και όχι σκοροφαγωμένος….» «Δεν τον πήρα δα και από το σπίτι των κυράδων σου», απάντησε ο κακόγλωσσος Μιλέζος.

Εκεί πήγαινα και κάθιζα συχνά σάνε νύχτωνε και πλάγιαζαν όλοι του σπιτιού, ο νοικοκύρης από το μεθύσι, η γυναίκα του από τη χολόσκαση, και το μικρό μικρό τους από τη σκανταλιά. Ο νοικοκύρης δούλευε ολημερίς στο «τσαρσίΠουλούσε κι αγόραζε κάμπιο. Το βράδυ καταστάλαζε σε κάποια ταβέρνα εδώ κοντά, και σε καμιάν ώρα έμπαινε σπίτι καλά κουρντισμένος. Φαντάζεσαι το τι γίνουνταν.

Το γεγονός ότι ο Έφις αγόραζε ένα τόσο πολυτελή σκούφο τράβηξε την προσοχή και της πεθεράς του Μιλέζου. Κάλεσε τον υπηρέτη μ’ ένα νεύμα της κεφαλής και τον ρώτησε με μεγαλοπρεπές ύφος πώς ήταν οι κυράδες του. Στο κάτω κάτω ήταν γυναίκες ευγενικής καταγωγής και άξιζαν τον σεβασμό του καθωσπρέπει κόσμου.

Αγόραζε λοιπόν κρασί των Αχαιών το πλήθος, πιος με λεβέτια χάλκινα και πιος με σιδερένια και πιος μ' ασκιά βοϊδόπετσα· άλλοι με βόδια πάλι, κι' άλλοι με σκλάβους· κι' έβαλαν ξεφάντωτο τραπέζι. 475 Κι' όλη τη νύχτα τρώγανε οι άκουροι οι Αργίτες στον κάμπο, κι' όλοι οι Τρώιδες με τους βοηθούς στο κάστρο, κι' όλη τη νύχτα συφορές τους μελετούσε ο Δίας, άγρια βροντώντας· και χλωμή τους έκοβε τρομάρα.

Νομίζανε λοιπόν κ' οι αντάρτες κι ο Υπάτιος πως άλλο δεν τους έμνησκε παρά να κινήσουν κατά το παλάτι. Από τάλλο μέρος ο ευνούχος ο Ναρσής είτανε σταλμένος από την αυλή στο ιπποδρόμιο και μοίραζε χρήματα, κι αγόραζε τους Κυανούς. Σύγκαιρα ξεκίνησε κι ο Βελισάριος με τον Ιουστινιανό και με τρεις χιλιάδες καλούς και πιστούς στρατιώτες, και ζυγώνουν το ιπποδρόμιο.

Κι ενώ κοίταζε μ' αγάπη τη σταφίδα του που σούρωνε στ' αλώνι κι έπαιρνε στον ήλιο ένα γλυκό μπλε χρώμα, έκανε τόσους καλούς λογισμούς, χαμογελώντας. Με τη σταφίδα αυτή θα πλήρονε τον τόκο στης χώρας τον τοκογλύφο, θ' αγόραζε στο στάρι του για το ψωμί του τον χειμώνα, θάντυνε, θα πόδαινε τα παιδιά του, και κάτι τι ακόμα π' όσο το στοχάζουνταν τόσο και χαμογελούσε γλυκύτερα.

Είχεν ένα συντροφικό καπνοπωλείο, που σαν αυτό δεν ήταν άλλο. Ο σύντροφός του επωλούσε λιανικώς στην Πόλι, και το παιδί μου εγύριζε σταις επαρχίαις κι' αγόραζε χονδρικώς από τους καπνογεωργούς. Εκεί στην επαρχία, εσχετίσθη με τον υιόν ενός κτηματίου. Έτσι γλυκό παιδί που ήτανε ο Κιαμήλης μου, όλος ο κόσμος το αγαπούσε. Σαν αγαπήθηκαν τόσο πολύ. — Έλα να σε κάμω γαμβρό μου! του είπε.