United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ημίσειαν ώραν μετά την επιβίβασιν των δύο φυγάδων, είχε την δυσαρέσκειαν να μάθη ότι «το Λιαλιώ του» δεν ήτο πλέον οίκοι. Εις το καφενείον όπου εκάθητο, ζωηρώς συζητών πολιτικά, με την μακράν του τσιμπούκαν ακοίμητον καπνίζουσαν πέραν της πλατείας βράκας του, δεκαετές παιδίον εισελθόν, ανυπόδητον, με υποκάμισον ραβδωτόν και περισκελίδα ομοίαν, είπε·Μπάρμπα, η γ'ναίκά σ' έφ'κει.

Να, ου γυιος τς' Καληώρ'νας, πώς 'νε λένε; — Και πού την πάει; — Να, όξ' απ' του λιμάν'! — Μοναχός του; — Μαζύ μει μια γ'ναίκα. — Μαζύ μει μια γ'ναίκα! επανέλαβεν έκπληκτος ο καπετάν Κυριάκος. Και ποια; Δεν ηκούσθη η φωνή του παιδιού, το οποίον διά καλόν και διά κακόν επροφυλάσσετο υπό τον εξώστην. — Και πώς δεν ήρθες να μου πης χαμπάρι! ανέκραξεν ο καπετάν Κυριάκος.

Ου Βασίλ'ς είδιει τη βάρκα, απ' μπήκεν η γ'ναίκα σ' μαζύ μει τ' Καλκώρ' του γυιό, κη κάμανε κατά του Δασκαλειό να σουργιανίσ'νε. Μει φώναξε κη μένα κη μώδειξε αλάργα τη βάρκα, μα τσ' ανθρώπ' δεν τσ' είδια. Λέγαμει πως θελά γυρίσ'νε γλήουρα πίσου· ύστερα τσ' είδαμει κη κάμανε πέρ' απ' τ'ν Πούντα κη βγήκανε όξ' απ' του λιμάν'. Καρτειρούμει να γυρίσ'νε πίσου, δε γυρίσανε.