United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Βινίκιος εισήλθεν εις τέταρτον υπόγειον, μικρότερον των προηγουμένων, και ύψωσε το φανάριόν του. Αίφνης ερρίγησε. Του εφάνη ότι έβλεπεν υπό τας σιδηράς ράβδους φεγγίτου, την γιγαντιαίαν μορφήν του Ούρσου. Έσβεσεν αμέσως την λυχνίαν του και επλησίασε: — Συ είσαι, Ούρσε; Ο γίγας ύψωσε την κεφαλήν. — Τις ει; — Δεν με αναγνωρίζεις; — Έσβυσες το φως, πώς θέλεις να σε αναγνωρίσω;

Δεν σ' εγέννησε βεβαίως ο Ατρεύς ίν' απολαύης πάντων των αγαθών του βίου. Και συ ακόμη οφείλεις να χαίρης και να λυπήσαι ως πας άλλος, διότι και συ εγεννήθης θνητός. Ό,τι θέλουν οι θεοί, αυτό και θα γίνη, είτε συ το θέλεις είτε μη. Αλλά βλέπω ότι, ανάψας την λυχνίαν, γράφεις το γράμμα αυτό, το οποίον εις τας χείρας σου κρατείς, και σβύνεις πάλιν ό,τι έγραψας.

Εξημερώθη παρά την πενιχράν του λυχνίαν, και ότε ετελείωσε την ανάγνωσιν του τελευταίου, το φως της ημέρας εχάραζεν ήδη διά των ρωγμών του παραθύρου του. Ολίγα εννόησεν εκ της αναγνώσεως των παλαιών εκείνων κιτρινωπών χαρτίων, αλλά και τα ολίγα αυτά απεκάλυψαν άγνωστον και παράδοξον ορίζοντα προ της παιδικής του διανοίας.

Οι θεοί μου έδωκαν μικρόν τάλαντον, αλλά μου έδωκαν κάτι περισσότερον, ένα αληθινόν γνώστην και ένα φίλον, όστις μόνος ηξεύρει να λέγη την αλήθειαν κατά πρόσωπον. Ειπών ταύτα ο Καίσαρ έτεινε την πυρότριχα χείρα του προς χρυσήν τινα λυχνίαν, λείψανον της λεηλασίας των Δελφών, διά να καύση τους στίχους του. Αλλ' ο Πετρώνιος τους απέσπασεν από των χειρών του πριν ή η φλοξ θίξη τον πάπυρον.

Αν δόξα και πλούτος, θέσεις και τιμαί, είνε συνήθως πανταχού του πολιτισμένου κόσμου το δίκαιον έπαθλον μακράς, συντόνου και τελειοκάρπου εργασίας, αν αλλαχού αναγκαίον και απαραίτητον είνε να ευφημηθή τις πρώτον ίνα διακριθή, και να φωτίση πρώτον ίνα τεθή επί την λυχνίαν, παρ' ημίν απλουστεύει πάντα ταύτα και ευκολύνει η ευλογημένη εκείνη σύμπτωσις του Δ ε ν π ε ι ρ ά ζ ε ι και του Δ ε ν β α ρ η έ σ α ι.

Ευχαριστηθείς άλλως τε, διότι ο Χίλων τον είχεν εννοήσει με ολίγας λέξεις, είπε: — Λοιπόν! θα προσθέσω ολίγας γραμμάς διά να σφογγίσουν τα δάκρυά σου. Φέρε μου την λυχνίαν. Ο Χίλων καθησυχάσας ήδη εντελώς, ηγέρθη και εξεκρέμασεν από τον τοίχον μίαν από τας ανημμένας λυχνίας.

Ο Βινίκιος ώρμησε προς αυτούς: — Πού είναι η Λίγεια; έκραξε με τρομεράν φωνήν. — Άααχ! Ο Γύλων επροχώρησε και εσπευσμένως με φωνήν πλήρη άλγους: — Ιδέ το αίμα, κύριε! Την υπερησπίσθημεν! Ιδέ το αίμα, κύριε! Ιδέ το αίμα! Δεν επρόφθασε να τελειώση. Ο Βινίκιος με μίαν ορειχάλκινον λυχνίαν είχε κατασυντρίψη το κρανίον του δούλου.

Ο Χίλων ύψωσε την λυχνίαν και ευθύς σχεδόν την αφήκε να πέση· έπειτα έκυψεν έως κάτω και ήρχισε να οιμώζη . . . — Δεν είμαι ο Κήφισσος . . . δεν είμ' εγώ! Έλεος! — Ιδού ο άνθρωπος όστις με επώλησεν, είπεν ο Γλαύκος· εκείνος, όστις κατέστρεψεν εμέ και την οικογένειάν μου!

Νερό! Νερό! Σοφούλα, Νερό! εκραύγασεν η γραία. Αχ! Πάει το κορίτσι! Σκοτώθηκε! Τι να γένω! — Η Σοφούλα καταβάσα ταχέως από του δένδρου περίτρομος ως να έπεσε και αυτή έσπευσεν εις την κρήνην ως πτερωτή κ' εκόμισε δροσερόν ύδωρ, δι' ου η γραία περιέβρεχε το μέτωπον και τας παρειάς της Δεσποινιώς, ήτις ωχρά ως νεκρωθείσα είχεν ημικλείστους ως ημίσβεστον λυχνίαν, τους ωραίους οφθαλμούς της.