United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθώς λοιπόν ήτο επόμενον, αφού μετά τον θάνατον του Κύρου ανέλαβαν οι παίδες του την εξουσίαν φορτωμένοι από τρυφηλότητα και μη δεχόμενοι παρατηρήσεις, πρώτον μεν ο είς εφόνευσε τον άλλον μη ανεχόμενος την ισότητα , κατόπιν δε ο ίδιος παραφρονήσας από την μέθην και την απαιδευσίαν εστερήθη την κυριαρχίαν από τους Μήδους και από τον λεγόμενον τότε ευνούχον, ο οποίος επεριφρόνησε την μωρίαν του Καμβύσου.

Είναι λοιπόν ανάγκη, φίλε μου, να υποστώ κάθαρσιν· υπάρχει δε εις τους αμαρτάνοντας εις την θεολογίαν παλαιός καθαρμός τον οποίον ο Όμηρος μεν δεν εγνώριζε , αλλά μόνον ο Στησίχορος. Διότι όταν εστερήθη του φωτός των ομμάτων του, επειδή κατηγόρησε την Ελένην, δεν παρεγνώρισε, καθώς ο Όμηρος, αλλ' ως αληθινός λυρικός ποιητής ενόησε την αιτίαν, και κάμνει ευθύς τους στίχους·

Διά του σχισθέντος πέπλου βλέπω προκεχαραγμένην την τροχιάν μου μέχρι του κρημνού όπου θα καταλήξη! Αλλ' όχι! Απατώμαι και ματαιοφρονώ. Ουδ' επί τοσούτον δύναμαι να καυχηθώ. Ο άνευ ελπίδος ζων γνωρίζει μόνον τι εστερήθη, γνωρίζει ότι θα διέλθη ημέρας αφωτίστους εκ του φωτός της ευτυχίας, αλλά δεν γνωρίζει ούτε δύναται να προΐδη τι εισέτι κρύπτεται εντός του έμπροσθεν αυτού σκότους.

Εκείνη όμως, ήτις υπό της ταχύτητος του πυρός εστερήθη πάσης υγρασίας και συνεπυκνώθη εις σώμα ξηρότερον του πρώτου, γίνεται εκείνο, το οποίον ωνομά- D. | σαμεν κέραμον. Ενίοτε δε, όταν απομείνη υγρασία, η γη, επειδή εχύθη διά του πυρός, όταν ψυχθή, γίνεται ο λίθος ο έχων χρώμα μέλαν.

Διότι βεβαίως δεν είναι εξ ίσου ρίψασπις όστις την ασπίδα εστερήθη με μίαν εύλογον βίαν και όστις εκουσίως την έρριψε, αλλ' υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά.

Όθεν να λάβη τα λαμπρά χαρίσματ' ο Οδυσσέας ανέβη εκεί· και με χαραίς ο Αυτόλυκος τον δέχθη, και του Αυτολύκου τα παιδιά· κ' η μάννα της μητρός του 415 η Αμφιθέα, κλείοντας αυτόντην αγκαλιά της την κεφαλή του φίλησε και τα λαμπρά του μάτια. και τα γενναία του παιδιά το γεύμα να ετοιμάσουν παράγγειλεν ο Αυτόλυκος' κ' υπάκουσαν εκείνοι, και βώδι ευθύς πεντάχρονον, αρσενικόν, εφέραν, 420 το γδάραν, το συγύρισαν, και, αφού το τεταρτιάσαν, με τέχνη το ελιάνισαν, το πέρασανταις σούβλαις, και, αφού το ψήσαν εύμορφα, χώρισαν ταις μερίδαις. κατόπι τρώγαν κ' έπιναν ολήμερ' ως το δείλι, και απ' το τραπέζ' ισόμοιρο καρδιά δεν εστερήθη. 425 και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, επλάγιασαν να κοιμηθούν κ' εχάρηκαν τον ύπνο. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη και του Αυτολύκου τα παιδιά και οι σκύλοι ξεκινήσαν εις το κυνήγι και μ' αυτούς ο θείος Οδυσσέας. 430 το υψηλόν όρος πάτησαν του Παρνασού δασώδες, και 'ς τ' ανεμώδη 'πίλακκα δεν άργησαν να φθάσουν. κ' ενώ την γην ο ήλιος κτυπούσ' ως εσηκώθη απ' τον βαθύν Ωκεανό, 'που σιγανά κυλάει, 'ς το δάσος μπήκαν οι οδηγοί, κ' εμπρός τους ερευνώντας 435 τα ίχν' οι σκύλοι βάδιζαν, και οπίσω του Αυτολύκου ακολουθούσαν τα παιδιά, και ο θείος Οδυσσέας κοντάτους σκύλους κ' έσειε μακρόσκιο κοντάρι. και μέγας χοίρος κείτονταντο βάθος πυκνού λόγγου· κει μέσ' ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους, 440 ούτε του ήλιου πότ' έφθασαν οι φωτειναίς ακτίναις, ούτε βροχή πότ' έσπασε, τόσο πυκνός ο λόγγος ήταν, και φύλλα ευρίσκονταν σωρός αυτού χυμένα. και, ως άκουσε ποδοβολή σκύλων και ανδρών, 'που ερχόνταν, εμπρός τους στάθη από σιμά μέσ' άπ' τον λόγγ' ο χοίρος, 445 όλαις ταις τρίχαις ώρθωσε και ως πυρ τα μάτια καίαν. απ' όλους πρώτος χύθηκεν επάνω τ' ο Οδυσσέας, την λόγχη ανασηκόνοντας με το βαρύ του χέρι να τον πληγώση· πρόλαβε να του τραβήση ο χοίροςτον γόν' επάν' ως ώρμησε ξυστά, και σάρκα επήρε 450 πολλήν το δόντι σχίζοντας, το κόκκαλο δεν ηύρε.