United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκλεισα την θύραν. Η κλεις ήτο έξωθεν. Την εκλείδωσα και επροχώρησα. Οι χωρικοί με περιεκύκλωσαν αμέσως ερωτώντες περί του ασθενούς. Είπα ότι αποθνήσκει και τους παρεκάλεσα εν ονόματι του Θεού του Ελέους να τον αφήσουν ν' αποθάνη εν ειρήνη. Οι δυστυχείς δεν ήσαν αναίσθητοι. Ελυπούντο εξ όλης καρδίας τον φίλον, τον σύντροφόν των.

Ημείς διετάξαμεν να κλείσουν, εσβέσαμεν το φως και κατεκλίθημεν. Την επιούσαν εις τας πέντε το πρωί ήμεθα και οι δύο ενδεδυμένοι. Εγώ ετοποθέτησα επιμελώς εντός μαρσίππου μερικά ενδύματα, προ πάντων ασπρόρρουχα, τα εσκέπασα όλα μ' ένα σινδόνι και τον εκλείδωσα. Οι ταχυδρομικοί ίπποι είχαν ζευχθή και το έλκηθρον.

Το εκλείδωσα το γράμμα. — Έρχεται η ώρα να πληρωθούν τα όσα ο βασιλεύς υπέφερεν απ' αυτούς! Το στράτευμα ήρχισε να φθάνη. Το καθήκον μας είναι να πάρωμεν του βασιλέως το μέρος ημείς. Πηγαίνω να τον εύρω κρυφά και να τον βοηθήσω. Εσύ πήγαινε εις τον δούκα και ομίλησε μαζί του, ώστε να μη το πάρη είδησιν ότι λείπω.

Εκείνος όμως δεν εσυλλογίζουνταν παρά πώς να περάση την νύκτα του αναπαυτικά. Έβαλεν ένα κερί σε μια καθέκλα κοντά εις το ντιβάνι, απλώθηκεν απάνω με τα παπούτσια, επήρε να διαβάση μιαν εφημερίδα, και μετά πέντε λεπτά άρχισε να ρουχαλά. Τωρα ήταν η δική μου σειρά, όχι βέβαια να ρουχαλήσω. Εβγήκα από την κρύφτη μου, έσυρα το λάζο, επέρασα εις το πλαγινό δωμάτιο και εκλείδωσα οπίσω μου την πόρτα.

Η διήγησις του γέροντος Φ. ήτο ζωηρά εις την μνήμην μου κ' έβλεπα την αράχνην, ακίνητος, εκπεπληγμένος, αν θέλετε δε, και μέ τινα δεισιδαίμονα φόβον! Αλλ' άμα παρήλθεν η πρώτη έκπληξις, άρχησα να σκέπτωμαι, διατί ευρέθη εκεί η αράχνη και προπάντων, πώς εμβήκε; Τα φορέματα είχα τοποθετήση και τυλίξη με το σινδόνι εγώ αυτός και ο ίδιος εκλείδωσα τον μάρσιππον.