United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν και ήτο χειμών κατά το ημερολόγιον, ο καιρός ήτο εαρινός, ο ουρανός ανέφελος, η αύρα χλιαρά και εμοσχοβόλουν αι πορτοκαλέαι. Κανείς άλλος τόπος δεν έχει ζεστάς ημέρας τον χειμώνα πλην της Σικελίας. — Και της Ελλάδος, διέκοψα εγώ. — Έχετε δίκαιον, απήντησεν ο προκαλόγηρος. Ελησμόνουν ότι η μικρά σας Ελλάς ήτο πριν επαρχία της Μεγάλης και είχε πρωτεύουσαν τας Συρακούσας και Βασιλέα τον Χαρώνδαν.

Επειδή δε ο κυρ-Στρατής ήτο ψάλτης του νεκροταφείου: — Θα είνε πεθαμένα! είπον. Εταράχθην. Διέκοψα την πρόποσιν, υποκριθείς βήχοντα·Χριστός και Παναγία! βρε άλλε ! Είπεν ο κυρ-Στρατής, ως άλλη μήτηρ προστάτις. Αλλ' ήτο αδύνατον πλέον να ησυχάσω. Όμως προσεπάθουν να κρύπτωμαι όσον το δυνατόν. Οι άλλοι έτρωγον κ' έπινον.

Πώς μίαν φοράν ακόμη! διέκοψα εγώ, αλλά θα συνταξειδεύσωμεν μέχρι Καλκούττης. Θα την βλέπω εις την Καλκούτταν. — Δεν θα την βλέπετε εις την Καλκούτταν, απήντησεν εκείνος, ατενίζων ηδονικώς το άκρον του σιγάρου του, διότι δεν θα είναι εκεί. Δεν θα είναι εις την Καλκούτταν, διότι θα μείνη εις Παρισίους. — Πώς; ανέκραξα εγώ, σχεδόν παρωργισμένος.

Η Μάσιγγα δεν θα συνταξειδεύση; Θα μείνη εις Παρισίους; — Θα μείνη εις Παρισίους, εξηκολούθησεν εκείνος απαθώς, διά να εισέλθη οικόσιτος εις έν παρθεναγωγείον. Οικόσιτος εις έν... — Πώς, οικόσιτος! διέκοψα εγώ μετ' αγανακτήσεως, αλλ’ εκείνη δεν μου είπε τίποτε! — Δεν σας είπε τίποτε, εξηκολούθησεν ο κ. Π. ως εάν ήτο άψυχος λαλούσα μηχανή, διότι δεν το εγνωρίζει.

Δεν το ήθελα για όλον τον κόσμο. — Εξοχώτατε, τον διέκοψα, και ζητώ χιλιάκις συγγνώμην· έπρεπε να το ενθυμηθώ προτήτερα, και ηξεύρω ότι θα μου συγχωρήσετε αυτήν την ασυνέπεια· ήθελα προ πολλού ήδη να απέλθω, ένα κακόν δαιμόνιον με εμπόδισε, αποκρίθηκα χαμογελώντας, ενώ προσέκλινα. Ο κόμης έσφιξε το χέρι μου, με έν αίσθημα, το οποίον έλεγε το παν.

Αυτά λέγουν οι ιατροί. Προς τι όμως μας τα λέγουν, ενόσω δεν μας διδάσκουν και το μυστικόν, πώς να κυριεύωμεν και να εκριζώνωμεν τους μυστικούς φόβους μας; Εδώ τους θέλω! Αλλά με συγχωρείτε, πάτερ, σας διέκοψα. — Χωρίς ν' αναγνώσω τι περί τούτου, μου ήρχοντο υποψίαι τοιαύται, επανέλαβεν ο ιερεύς.

Ενώ επέστρεφα εις την οικίαν μου, μία γραία εις την καμπήν της οδού εστάθη διά μιας απέναντί μου, ως τρομάξασα, και με παρετήρει. Συνελθών εν ακαρεί, ήκουσα τον ήχον της φωνής μου. Προσοχή! Εάν προδοθώ, εάν εννοηθούν οι σκοποί μου, ενδέχεται να εμποδισθή η εκτέλεσίς των. Διά τούτο δεν διέκοψα την εργασίαν μου, αλλ' εξακολουθώ επισκεπτόμενος τα γραφεία των πελατών μου ως πρότερον.

Αν η γεροντική μου μνήμη δεν με απατά, διέκοψα την τελευταίαν μου, ενώ επρόκειτο να εξετάσωμεν μήπως μεταξύ των άλλων ανακαλύψεων του θαυματουργού αιώνος μας, έτυχε ν' ανακαλύψωσι και οι σατυρικοί, τον τρόπον να κατασκευάζωσι σατύρας χωρίς αθυροστομίαν, σκορδαλιάν δηλ. χωρίς σκόρδον.

Και με παρέσυρε μακράν του ομίλου. Δεν είχε διόλου μεταβληθή. Η αυτή αξιοπρεπής στάσις, το αυτό λεπτόν μειδίαμα και, δυστυχώς η αυτή περιβολή. Το τριβώνιόν του μάλιστα είχε τας χειρίδας πολύ κοντάς, τρανή απόδειξις ότι δεν είχε κοπή επάνω του. Εκαθήσαμεν έξωθεν καφενείου. Ήτο πολύ ευχαριστημένος που με έβλεπε, αλλά κ' εγώ με πολλήν χαράν τον επανείδα. Τον διέκοψα.

Μόλις που τελειώσω τη μεγάλη δουλιά του Μικάκη, θα . . . Προβλέπων την συνήθη ραγδαίαν φλυαρίαν του φίλου μου, τον διέκοψα. — Μα δε μου λες, το ανθρακωρρυχείο εκείνο. . . — Μπερμπαντιές, φίλε μου μα ευρήκα τώρα άλλον αγοραστή, σωστό άνθρωπο και. . . — Δεν τον αφήκα να τελειώση. — Θυμάσαι; το είχες τελειωμένο . . .