United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο μακαρίτης ο πατέρας μου, είμαι βέβαιος, πως αυτή τη στιγμή τον συχωράει κι' αυτός και τον λυπάται.. Σα βγήκαμε από το λιμάνι, το Άγιον Όρος εφάνταξε μπροστά μου, βουρκωμένο, μέσα στην πρωινή καταχνιά. Ήτανε σύννεφο τάχα, για ήτανε ο δικός σου ο καϋμός, άμοιρε Νικολάκη; Πώς πνίγηκε ο Καπετάν-Πρέκας; Καλά-καλά δεν τώμαθε ποτέ κανένας.

Αυτά 'πε, και του απάντησα• «τούτα όλα θα σου κάμω, όσα μου λέγεις, άμοιρε, 'ς όλα θα δώσω τέλος». 80 Τέτοιαις ελέγαμε φρικταίς οι δυο μας ομιλίαις• εδώθ' εγώ το ξίφος μουτο αίμα επάνω εκράτουν, κείθε πολλά του φίλου μου το φάντασμα ωμιλούσε.

Ούτως αν χάση ο άνθρωπος Το φως και τον σκεπάση Μακάριον σκότος, βλέπομεν Επ' αυτόν ανατέλλον Άστρον ελπίδος. Ω Βύρων ω θεσπέσιον Πνεύμα των Βρεττανίδων, Τέκνον Μουσών και φίλε Άμοιρε της Ελλάδος Καλλιστεφάνου. Πλεγμένα με τα φύλλα Του μυστικού Ελικώνος Της Υγιείας τα ρόδα Χθες θαυμασίως εστόλιζον Την κεφαλήν σου.

Δεν βλέπεις μαύρα που φορώ, δεν βλέπεις τα μαλλιά μου κομμένα; ΗΡΑΚΛΗΣ Ποιός επέθανε; Μήπως παιδί κανένα ή μήπως ο πατέρας του ο γέρος; ΘΕΡΑΠΩΝ Όχι ξένε, επέθανε η γυναίκα του. ΗΡΑΚΛΗΣ Τι λες; Με τέτοιο πένθος στο σπίτι με εδεχθήκατε; ΘΕΡΑΠΩΝ Ντρεπότανε να διώξη τον ξένο από το σπίτι του, ο Άδμητος, σαν ήλθε. ΗΡΑΚΛΗΣ Ω άμοιρε, τι σπάνια γυναίκα εστερήθης!

«Άμοιρε, μη μου οδύρεσαι εδώ συ πλειά, μη φθείρης 160 την ζωή σου, κ' ήδη πρόθυμα πολύ θα σ' αποπέμψω. αλλ' έλα, ξύλα μακρινά με την αξίνα κόψε, πλατειά συνάρμοσε πλωτή, κ' επάνω αυτής σανίδαις στήσε υψηλαίς, 'ς τα σκοτεινά πελάγη να σε φέρη. και άρτο, νερό, και κόκκινο κρασί, 'που δυναμόνει, 165 εγώ θα βάλω εις την πλωτή, μη πάθης από πείνα. θα σου φορέσω φορεσιαίς, και πρύμον θα σου στείλω, όπως συ φθάσης άβλαπτοςτην ποθητή πατρίδα, αν τούτο αρέσει των θεών των ουρανοκατοίκων, οπού καλήτερ' απ' εμέ νοούν και αποφασίζουν». 170

Τώρα ποιος είναι δυστυχής πιότερον από σένα, ποιόν αγριώτερα δεινά και συμφορές ακολουθούν τώρα στην αλλαγή του βίου; Αλλοίμονον! Του Οιδίποδος κεφάλι πολυτιμημένο, που το ίδιο το λιμάνι σου ’φθασε μέσα του ν’ αράξης πατέρας, σύζυγος, παιδί. Πώς τέλος πάντων, άμοιρε, το πατρικό κρεββάτι σιωπηλόν ημπόρεσε να σε βαστάξη τόσον καιρό, τόσον καιρό; Αντιστροφή β΄