United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το απλομένο φόρεμά της την βαστούσε επάν' ως νύμφην του νερού, κ' εκείνη ωστόσο άσματα παλαιά κομμένα ετραγουδούσε, ως αίσθησιν της συμφοράς της να μην είχε, ή ωσάν πλάσμα εκ γενετής του μαθημένοεκείνο το στοιχείον· αλλ' αγάλι, αγάλι ποτισμένα βάρυναν τα φορέματά της, και την δυστυχισμένην κόρην κάτω εσύραν απ' το γλυκό της άσμα εις βουρκωμένο μνήμα. ΛΑΕΡΤΗΣ Αλοίμονον! λοιπόν επνίγη;

Και ο μακαρίτης ο πατέρας μου, είμαι βέβαιος, πως αυτή τη στιγμή τον συχωράει κι' αυτός και τον λυπάται.. Σα βγήκαμε από το λιμάνι, το Άγιον Όρος εφάνταξε μπροστά μου, βουρκωμένο, μέσα στην πρωινή καταχνιά. Ήτανε σύννεφο τάχα, για ήτανε ο δικός σου ο καϋμός, άμοιρε Νικολάκη; Πώς πνίγηκε ο Καπετάν-Πρέκας; Καλά-καλά δεν τώμαθε ποτέ κανένας.

Και το φουντωτό δεντράκι, που τώχε φυτέψει ο Πέτρος ο Βάγιας με τα χέρια του, απλωνότανε τώρα σα μαύρο, βουρκωμένο σύννεφο απάνω απ' τα κεφάλια των χαροκόπων. Δώδεκα παιδιά είχε αποκτήσει ο μακαρίτης ο Μαστρο-Αποστόλης ο Κουμιώτης, με τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του, το Μοσχαδώ· έξη αρσενικά και έξη κορίτσια. Υστερνός από όλους ο Μοναχάκης. Ο Μοναχάκης ο μικρός, ο χαδούλης, με τόνομα.

Ο παραγυιός ο Ευθύμης, ένα παιδί δεκάξη χρονών, σήκωσε την ποδιά του και σκούπισε τα μάτια του. Η φουντωτή η λεύκα, ακούνητη μες στην απανεμιά, δε σάλεβε ένα φύλλο της απόψε. Η πυκνή της φυλλωσιά, κατάμαυρη σαν πίσσα, απλωνότανε σα μαύρο σύννεφο απάνω απ' τα κεφάλια των ανθρώπων, βουρκωμένο σύννεφο έτοιμο να κλάψη. Την είχε φυτέψει με τα χέρια του ο μακαρίτης και την καμάρωνε σαν παιδί του.