United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εζήτησαν λοιπόν από τον Καραϊσκάκην να καταβή εις τους πρόποδας του βουνού, πλησίον εις την πεδιάδα του Μεσολογγίου, διά να δεχθή τους εξερχομένους και να αντικρούση την ορμήν των εχθρών, οι οποίοι αναμφιβόλως ήθελον ακολουθεί διώκοντες. Πολλοί ήθελον διαφύγει την αιχμαλωσίαν και τον θάνατον, εάν ο Καραϊσκάκης δεν ήθελεν είναι ασθενής.

Αφού και υπεχρέωσε με τούτον τον τρόπον και τους τρεις παθητικούς αγαπητικούς, εμίσευσε και ήλθεν εις το σπήτι της, και εκεί έκαμε να ετοιμάσουν διάφορα φαγητά, και γλυκίσματα, διά να δεχθή τους φίλους της, και να τους πλανέση με νόστιμον τρόπον.

Κυρίως λοιπόν η μεγαλοψυχία περιστρέφεται εις τας τιμάς και στερήσεις των τιμών, και διά μεν τας μεγάλας και τας αποδιδομένας εις αυτόν από τους σπουδαίους θα χαρή εν μέτρω, διότι του φαίνεται ότι απολαμβάνει ό,τι του ανήκει ή και ολιγώτερον — . Διότι διά την τελείαν αρετήν δεν είναι δυνατόν να υπάρξη ανταξία τιμή — . Οπωσδήποτε όμως θα την δεχθή, διότι αυτοί δεν έχουν να του δώσουν τίποτε μεγαλίτερον.

Μας λέει πως πρέπει το παιδί να μεγαλώνη μέσα σε όμορφα θεάματα και ακούσματα, έτσι που η ομορφιά των υλικών αντικειμένων να μπορή να ετοιμάζη την ψυχή του για να δεχθή την πνευματικήν ωραιότητα. Ασυναισθήτως και δίχως να ξέρη τον λόγο, θ' αναπτύσση μέσα του τον αληθινόν εκείνον έρωτα του ωραίου, που, όπως ο Πλάτων δεν βαριέται να μας το υπενθυμίζη, είναι ο πραγματικός σκοπός της αγωγής.

Άλλοι δε επιχειρούσι μόνον να είπωσιν οποίον τι είνε η ψυχή, αλλά περί του σώματος, όπερ θα δεχθή αυτήν, ουδέν πλέον προσδιορίζουσιν, ως εάν ήτο δυνατόν, καθώς λέγουσιν οι Πυθαγορικοί μύθοι, η τυχούσα ψυχή να εισέλθη εις το τυχόν σώμα, διότι είναι φανερόν, ότι έκαστον έχει ίδιον είδος και μορφήν. * Ως ο Πλάτων.

Άμα ανεχώρησεν ο Καραϊσκάκης, ο Κουντουριώτης έγραψε προς το Εκτελεστικόν όχι μόνον να μην δεχθή τον Καραϊσκάκην και τους συν αυτώ αρχηγούς, αλλά μάλιστα να καθαιρέση των αξιωμάτων αυτούς και να διαλύση τα σώματά των.

Επί τέλους μίαν ημέραν ήλθεν ένας ταξειδιώτης, ένας ξένος, ο οποίος είχε την ευγένειαν να με δεχθή ωσάν να ήμην αληθινόν του τόπου νόμισμα. Όταν όμως ηθέλησε και αυτός να με περάση εις άλλον, του είπαν: "Δεν το θέλομεν είναι ψεύτικον.» — Μου το έδωκαν διά καλόν, είπεν ο ξένος.

Διότι δεν είναι βεβαίως πεπρωμένον δύο κακοί να γίνωσί ποτε φίλοι, ουδέ δύο αγαθοί να μη ανταγαπώνται. Όταν δε ο αγαπώμενος σχετισθή και δεχθή την συνομιλίαν και συναναστροφήν του ερώντος, λαμβάνων εκ του πλησίον πείραν της ευνοίας εκπλήσσεται διαισθανόμενος ότι ουδ' όλοι μαζί οι άλλοι φίλοι και συγγενείς παρέχουν φιλίαν ίσης μοίρας με την φιλίαν του ενθέου εραστού.