United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είμεθα νεκροί και νομίζομεν ότι ζώμεν. Εις αυτόν εγώ απήντησα• Και ημείς είμεθα άνθρωποι νεοφερμένοι, πατέρα• κατεπόθημεν προ ολίγων ημερών με ολόκληρον το σκάφος μας. Τώρα ήλθαμεν να ίδωμεν τι είνε μέσα εις αυτό το δάσος, το οποίον εφαίνετο εκτεταμένον και πυκνόν. Φαίνεται δε ότι κάποιος θεός μας ωδήγησε να σε συναντήσωμεν και να μάθωμεν ότι δεν είμεθα μόνοι φυλακισμένοι μέσα εις αυτό το θηρίον.

Αμέσως γύρισε, λέγοντας ότι τρεις δερβισάδες, μονόφθαλμοι από το δεξί μάτι, και με ξυρισμένο το κεφάλι, το πρόσωπο και τα φρύδιά τους παρακαλούν να τους δεχθούν, μια και είναι νεοφερμένοι στην Βαγδάτη, και είχε πέσει η νύχτα. «Δείχνουν να έχουν καλούς τρόπους» πρόσθεσε, «αλλά δεν μπορείτε να φανταστείτε τι παράξενη όψη που έχουν. Σίγουρα η παρέα τους θα μας κάνει να ξεσκάσουμε».

Στην Αυλή μέσα ως τόσο, σταπέραντα εκείνα παλάτια, οι νεοφερμένοι είτανε μεγάλο μέρος Ασιατικοί· επειδή καθένας από τους αμέτρητους αξιωματικούς και τους μεγιστάνες που έβραζαν εκεί μέσα έσερνε κατόπι του ακόμα πιο αμέτρητους σκλάβους κι άλλους παρατρεχάμενους. Είπαμε πως το φυσικό του Κωσταντίνου είτανε μέρος Ρωμαϊκό και μέρος Ελληνικό.

Αφού είδαμεν και τούτους, εισήλθαμεν εις την Αχερουσίαν πεδιάδα, όπου ευρήκαμεν τους ημιθέους και τας ηρωίδας και το άλλο πλήθος των νεκρών, οι οποίοι διέμεναν κατά έθνη και φυλάς, και οι μεν ήσαν παλαιοί και μουχλιασμένοι και ως λέγει ο Όμηρος, αμενηνοί , οι δε νεοφερμένοι και στερεώτεροι, μάλιστα δε όσοι εξ αυτών ήσαν Αιγύπτιοι και ήσαν βαλσαμωμένοι.

Μοναχός σου ήλθες; πού είνε η μάννα μου; — Στην Παναγιά. — Στην Παναγιά; Κ' ο Αγαλλάκης; — Κι' ο Αγαλλάκης μαζί. Κάνουν αγρυπνία. — Αγρυπνία; — Να, ολονυχτιά. — Ποιος την κάνει; — Κάτι νεοφερμένοι καλόγεροι. — Καλόγεροι; — Να, άνθρωποι με ράσα. — Απ' το μοναστήρι ήλθαν; — Όχι, είνε άλλοι. Ήλθαν τώρα γρήγορα. Κάθονται στον ·Άι- Θανάση. — Στον Άι-Θανάση; — Ναι. Πλειότερα δεν ξέρω.

Η Αφέντρα εξύπνισε τα παιδία, τα ένιψε, τα ενέδυσε, τα εκτένισεν, εστολίσθη και αύτη με ό,τι πρόχειρον είχεν εις τον μύλον και λαβόντες το φανάριον εξεκίνησαν και οι πέντε διά την Παναγίαν. Οι έξ μοναχοί ήσαν νεοφερμένοι πράγματι. Ήρχοντο εκ μιας των Κυκλάδων, όπου είχον διατρίψει επί πολλά έτη ασκητεύοντες. Έφθασαν προ ολίγων εβδομάδων, και οι πλείστοι των κατοίκων δεν τους είχαν γνωρίσει ακόμη.

Ούτε λογοφέρανε, ούτε τίποτε! Κανένας δεν είχε νοιώσει πώς έγινε το κακό. Σαστισμένοι όλοι γύρω, ντόπιοι και νεοφερμένοι, πριν προφτάσουν να ιδούν τον άνθρωπο που έπεφτε, και τον άνθρωπο πούτρεχε σαν τρελλός, σκίζοντας και τσαλαπατώντας τον κόσμο, αφήκανε το φονιά και χάθηκε. Όλοι μαζευτήκανε ύστερα γύρω από τον χτυπημένο, με πρόσωπα χλωμά και ξαφνιασμένα, με τις τρίχες σηκωμένες.