United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν δε μίαν φοράν κάποιος Ρωμαίος, γέρων και σωματώδης, επεδείκνυε προς αυτόν την δεξιότητα του εις τους ξιφισμούς, κτυπών διά του ξίφους εις πάσσαλον, και τον ηρώτα πώς του εφαίνετο ως ξιφομάχος, Λαμπρός, του είπε, αν έχης ξύλινον ανταγωνιστήν.

Και ο δημόσιος κήρυξ διαταχθείς από τον έπαρχον, ένα δίπηχυν φουστανελοφόρον, εκραύγαζε κτυπών επί της τραπέζης το σφυρίον του. — 32 χιλιάδες μία! 32 χιλιάδες δύο! τριάντα δύο χιλιάδες ο φόρος του ελαίου! Και μετ' ολίγον προσέθετε: — Έχει άλλος; Θα πάρη τέλος.

Και έτρεχε λοιπόν η Νεάπολις συσφιγγομένη εις τας αγκάλας του Παυσιλύπου, και εζηλοτύπει ο Βεζούβιος, και εθύμωνε, και έσειε κτυπών διά του ποδός το έδαφος, και ησχύνετο επί τη ματαιοφροσύνη της ερωμένης, επί τη προς αυτήν αδυναμία του.

Αφ' ότου έφυγε νύκτα από την πατρίδα του, τω εφαίνετο ότι ήτο εκτός του στοιχείου του, ψάρι έξω από το νερό. — Γέρω-Βαρσαμέ, λέγει ημέραν τινά προς τον φίλον του παντοπώλην. Ξέρεις καμμιά δουλειά π' να γίνεται χωρίς κεφάλαια: Ο γέρω-Βαρσαμός εσκέπτετο, κτυπών διά του λιχανού την ταμβακέραν του. — Εγώ να σ' πω, εγώ να σ' πω. Εξηκολούθησεν ο κυρ-Δημάκης.

Ο Ζάχος διεκρίνετο μεταξύ των πρώτων εις την συμπλοκήν. Κενώσας το καρυοφύλλι του, το εκρέμασεν εις τον ώμον και φέρων εις την δεξιάν χείρα το γιαταγάνι εις δε την αριστεράν προτεταμένην ασημοπιστόλαν επροχώρει εν μέσω του εχθρού, κτυπών πανταχού και σφάζων.

Γιατί δε θέλω, απήντησεν ο νέος κτυπών τον πόδα εις το έδαφος. Δε μ' αρέσει. Θες άλλο; Μετά μίαν δε στιγμήν είπε: — Δεν τήνε θέλω, γιατί 'χει μουστάκια. Είντα, κιοι δυο θάχωμε μουστάκια, να μη ξεχωρίζη ποιος είνε ο άντρας και ποια 'ν' η γυναίκα; Έπειτα έφυγε μη θέλων ν' ακούση πλέον τίποτε.

Αλλά βλέπεις, σήμερα, Αρφανούλα μου, στέκουν οι άνθρωποι με ανοιχτό το στόμα να χάψουν τας ιδέας των άλλων. Και εδώ πλέον χρειάζεται ταχύτης: Όποιος πρόφτασε τον Κύριον εδόξασεν. Όλα έγειναν σήμερον «ηλεκτροπαραγωγά», είπεν ο Ξυλοπόδαρος, κτυπών τα τρία ξύλα του εις την γην με την νέαν αυτήν του συρμού λέξιν. — Και τώρα; ηρώτησεν η Αρφανούλα, περιδεής.

Και τότε είς των χωροφυλάκων σπεύσας έκλεισε και ησφάλισε την πύλην του Μοναστηρίου. — Ο πορτάρης! εκραύγασεν αίφνης ο αρχηγός. Πού είνε ο πορτάρης; Και έβλεπε περιδεής δεξιά και αριστερά. Ο θυρωρός είχε γείνει άφαντος. Ο λήσταρχοςδιότι ενώπιον ληστών ευρισκόμεθαέγεινε τότε έξω φρενών, κτυπών βαρβάρως τους δεσμίους. — Τα χρήματα! εφώναζε. Τα χρήματα! επανελάμβανεν.

Αι γραίαι αι οποίαι επέστρεφον εις τους οίκους με τα γλυκά, καταίβαζαν τα πρόσωπα προς το άκουσμα του θρήνου και έρριπτόν τινες επάνω εις το σινίον την μανδήλαν των, μη τύχη τάχα και ο αέρας, μολυσμένος από το μοιρολόγιον, κτυπών επάνω, εγκολάψη το πένθος του.