United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς να διακολυμβήση τις τόσον υγρόν διάστημα; Πότε να πλέη τις ως χελώνη, πότε ως δελφίν, «τ' ανδρίκεια», πότε να υπτιάζεται, «τ' ανάσκελα» διά να ξαποστάση, κτλ. — του κάκου δεν ηδύνατό τις να πλεύση πέραν. Πλην δεν έλειπαν η ψαροπούλες και τα περάματα. Όταν ο Κάνταρος είχεν αποκάμει, κ' είχε πλεύσει τα δύο πέμπτα ως έγγιστα του πορθμού, Έν τοιούτον πλοίον ευρέθη και τον εψάρευσε.

Αλλ' οι εχθροί, οι οποίοι πολεμούντες πολλήν ώραν είχον αποκάμει, βλέποντες επιστρέφοντας τους Έλληνας, ετράπησαν εις φυγήν. Τότε εκπηδήσαντες και οι περί τον Καραϊσκάκην ερρίφθησαν εις τους εχθρούς και τους κατεδίωξαν ικανόν διάστημα, φονεύσαντες υπέρ τους διακοσίους, εν οις οι πλειότεροι Αλβανοί.

Αν δεν ήρχισαν όμως ακόμη τα λουτρά, ήρχισαν αι παραστάσεις. Παραστάσεις! θα αναφωνήσης βέβαια. Και εφέτος λοιπόν πάλιν παραστάσεις; Μάλιστα! και εφέτος πάλιν παραστάσεις εις το πείσμα σου, διά να ζηλεύης. Τι τάχα ενόμισες, ότι επειδή πέρυσι και προπέρυσι απέτυχε κάπως το θέατρον του Φαλήρου, ηθέλαμεν αποκάμει εφέτος και βαρυνθή; Διόλου· και ηπατήθης πολύ, αν το ενόμισες.

Ο Καραϊσκάκης ιδών ότι οι Έλληνες είχον ήδη αποκάμει από τον αγώνα, τον κόπον και την δίψαν και μη θέλων να τους εκθέση εις νέαν προσβολήν, την οποίαν πιθανώς ηδύνατο να κάμη ο Κιουταχής, τους διέταξε ν' αποσυρθώσι τακτικώς και προφυλακτικώς διά να μη βλαφθώσιν από τους εχθρούς, αν τυχόν επιχειρήσωσι να τους καταδιώξωσιν.

Υψηλά από το μικρόν σαθρόν καλύβι, όπου ήτο έν παληοχώραφον ανάμεσα εις τα ορμάνια, όπου έβοσκε πέντε ή έξ ψωραλέας αίγας ο Νικολός ο Μπασιόλης, μακρόθεν επί πολλήν ώραν ετηλεσκόπει την Μαλαμμώ, ώστε είχε αποκάμει στα μάτια να την κυττάξη, κ' εμορμύριζε μεγαλοφώνως μέσ' τα δόντια του: «Πού τα πάει αυτή, τρομάρα της, τα παληοσάδια

Εις τας ώρας εκείνας του μυστηρίου και της σιγής, όταν η αύρα η εσπερινή είχεν αποκάμει να πνέη και άνεμος όρθριος δεν εφύσα, και ήτο ζέστη φθινοπωρινή, διώκτρια του ύπνουκαι τα άστρα, ως μαγευμένα, τρέμοντα έφεγγον εκεί επάνω εις το άπειροντότε ηκούσθη θρους, κρότος μαλακός, επαισθητός εις τα ώτα της Σοφίας. Ηκούσθησαν αόριστοι ψιθυρισμοί, αμυδροί ήχοι, ως ομιλίαι ανθρώπων εν ονείρω.