United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν μπορούσα να λησμονήσω ό,τι εδιάβασα σχετικώς προς το φρέαρ αυτό: ότι δηλαδή είς αιφνίδιος τερματισμός της ζωής ήτο μία πιθανότης, την οποίαν οι ιερεξετασταί δεν ημπορούσαν να παραδεχθούν εν τη άκρα αυτών σκληρότητι. Η ταραχή του πνεύματός μου με εκράτησεν εν εγρηγόρσει επί πολλάς ώρας· αλλ' επί τέλους απεκοιμήθην και πάλιν.

Κατά τοιούτον μεν τρόπον ερωτική λύπη παρήγαγε το σχέδιον της συνωμοσίας και αιφνίδιος φόβος το παράτολμον κίνημα του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος. Μετά το γεγονός τούτο η τυραννία κατέστη πλέον βαρεία εις τους Αθηναίους.

Η νεαρά γυνή εστάθη επ' ολίγον σύννους, μετά τινα δε λεπτά μετέβη εις τον κοιτώνα της και κατεκλίθη. Η κεφαλή της έκαιε . . . Μετά έν τέταρτον ώρας ηκούσθησαν τα βήματα του συζύγου, όστις εισήλθεν εις τον κοιτώνα. — Τι έχεις, Αρσινόη; ηρώτησεν ανήσυχος. Αιφνίδιος κεφαλόπονος, Άγγελε. Δεν είνε τίποτε. Ο σύζυγος έψαυσε το μέτωπόν της. — Το κεφάλι σου καίει, είπε. Αναπαύσου, θα σου κάμω συντροφιάν.

Αν ζήσης εις την μεγάλην εκείνην διά τον Ελληνισμόν ημέραν, θα θυμηθής βέβαια να μου ανάψης. . . . Όποιος ζήση! . . . Η σημείωσις διεκόπτετο ενταύθα αποτόμως, προσέθετεν αινιγματωδώς η Εφημερίς · αι τελευταίαι λέξεις ήσαν δυσδιάκριτοι εκ της κακογραφίας. Και φαίνεται ότι ο θάνατος επήλθεν αιφνίδιος. Δίπλα εκεί παρέκειτο κηρίον εσβεσμένον και μολυβδίς.

Αυτός ο αιφνίδιος μισευμός τους εβεβαίωσε τον Κατή πως αδίκως με εφυλάκωσε, και ευθύς έδωσε θέλημα και με ηλευθέρωσαν από την φυλακήν. Και ιδού ποίον εστάθη το τέλος της συντροφιάς μου, πού είχα κάμει με εκείνους τους κακούς τζοβαϊρτζήδες. Ελευθερωμένος από την θάλασσαν και από την φυλακήν, έκανε χρεία να λογισθώ ωσάν ένας άνθρωπος χαμένος, χωρίς άσπρα, χωρίς φίλους, και χωρίς εμπιστοσύνην.

Έως ου ίδη καλώς η Σοφούλα πόθεν ήλθεν ο σεισμός ούτος ο αιφνίδιος, η μεγάλη αδελφή της, η ωραία Δεσποινιώ ευρέθη σωρός κάτω εις το έδαφος. Αφαιρεθείσα η δυστυχής παρεπάτησε και ολισθήσασα κατέπεσε πλησίον της αποκοιμηθείσης γραίας, βαλούσα οξείαν κραυγήν. — Παναγία μ'! ανεφώνησεν εξεγερθείσα η θειά-Ζωίτσα. Κ' έλαβεν εις τας αγκάλας της την προσφιλή της θυγατέρα, ήτις έμεινεν ακίνητος και άφωνος.

Ήτο καθώς η αιφνίδιος κίνησις των φύλλων επί του εδάφους πριν ή η καταιγίς επιπέση. ― Οι Τούρκοι επλάκωσαν! Φύγετε! Κρυφθήτε, έκραξε τρέχων προς ημάς ο γέρων χωρικός. Ήμεθα όλοι ήδη εκτός της καλύβης, ουδέ είχομεν προετοιμασιών ανάγκην διά την φυγήν. Έλυσα σπεύδων τα ζώα από τα παρά την καλύβην δένδρα και εφύγομεν έντρομοι, ακολουθούντες και ημείς το ρεύμα.