United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατά τον Αριστοτέλην η ψυχή είναι το είδος ή η μορφή του σώματος, αλλ' η επιστήμη δεν είναι ομοίως το είδος της ψυχής. * &Ουδέν φθαρτόν ουδαμού γίνεται άφθαρτον, διότι πάντα τα υλικά πράγματα, έχοντα εναντία, μεταβάλλονται διηνεκώς.& Διότι τα εναντία αποκλείουσιν άλληλα.

Γενικώτερον δ' εξεταζομένου του πράγματος ουδαμού διαβλέπει τις εν τη «Παπίσση» ή εις μεταγενέστερα έργα, ίχνη χυδαίου αθεϊσμού του anti-clericalisme εκείνου, όστις τόσον συχνά απαντά παρά συγγραφεύσι σκανδαλωδών διηγημάτων, αντικείμενον εχόντων τα της εκκλησίας.

Και της τοιαύτης όμως μοναδικής παρά νεάνιδι φρονήσεως θαυμαστοτέρα φαίνεται ημίν η τέχνη του Ομήρου, όστις, ουδαμού του έπους αυτού ούτε έργου τινός ούτε απλού λόγου μνημονεύσας της Χρυσηίδος, κατώρθωσεν εν τούτοις να καταστήση ούτως εύκολον διά μικράς σκέψεως την πλήρη ανάπλασιν της ηθικής αυτής εικόνος.

Η νόσος αύτη ελέγετο μεν ότι και πρότερον είχεν ενσκήψει πολλαχού και περί την Λήμνον και εις πολλάς πόλεις, ουδέποτε όμως και ουδαμού ενεθυμούντο τοσαύτην απώλειαν ανθρώπων.

Οι δε εκ της Σαλαμινίας επί τινα μεν χρόνον εζήτουν τον Αλκιβιάδην και τους μετ' αυτού, ουδαμού δε βλέποντες αυτούς ανεχώρησαν. Ο Αλκιβιάδης, ο οποίος ούτως ήτο πλέον φυγάς, επεραιώθη μετ' ολίγον επί μικρού πλοίου εκ της Θουρίας εις την Πελοπόννησον οι δε Αθηναίοι, δικάσαντες αυτόν ερήμην, τον κατεδίκασαν μετά των συνεταίρων του εις θάνατον.

Ηθέλησε, γράφει, να συναρμόση μωσαϊκόν, παριστών εικόνα οπωσούν πιστήν της ζοφώδους εκείνης εποχής, περί ης, καθόσον γνωρίζει, ουδέν ουδαμού εξεπονήθη ακόμη βιβλίον τοις πάσι προσιτόν και εν ταυτώ ευσυνειδήτως γεγραμμένον, καθιστών αυτήν πασίγνωστον και φαεινήν ως αι «Τύχαι του Τηλεμάχου» την ηρωικήν Ελλάδα, οι «Μάρτυρες» την καταρρέουσαν Ρώμην και ο «Ιβανόης» την ιπποτικήν Αγγλίαν.

Και εκείνοι μεν ακούσαντες ταύτα απήλθον, ο δε Βρασίδας, επί τη συμβουλή των οδηγών, χωρίς να σταματήση ουδαμού, επέσπευσε την πορείαν του πριν γίνη μεγαλυτέρα συνάθροισις, όπως τον εμποδίση. Την ιδίαν ημέραν της εκ Μελιτίας αναχωρήσεως του έφθασεν εις Φάρσαλα και εστρατοπέδευσε πλησίον του ποταμού Απιδανού, εκείθεν δε εις Φάκιον και εξ αυτού εις Περραιβίαν.

Αλλ' ουδαμού η λέμβος. Το βλέμμα του τότε αναμετρούν το πέλαγος προσπίπτει κάτω, προς τον Αγνώντα, την μεσημβρινήν άκραν της Σκοπέλου, όπου βλέπει λευκόν ιστίον να φεύγη ως παμμέγεθες, ανηπαργμένον υπό του ανέμου, πτερόν. Χωρίς να το αισθάνεται, φέρει την παγωμένην χείρα του προς την καρδίαν. — Καπετάν-Παρμάκη! Μυκάται εντός του λάρυγγος αυτού. Βοή πνιγηρά αντηχεί, στεναγμός πνιγομένου.

Οι Έλληνες νομίσαντες ότι τους έσκωπτον οι Τρώες, επολιόρκησαν την πόλιν και την εκυρίευσαν. Αφού δε εκυρίευσαν την πόλιν, επειδή η Ελένη δεν εφαίνετο ουδαμού και οι Τρώες έλεγον τα αυτά όσα και πρότερον, τότε πιστεύσαντες εις τους πρώτους λόγους οι Έλληνες, απέστειλαν αυτόν τον Μενέλαον προς τον Πρωτέα.