United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και λοιπόν, με είπε, σφίγγουσα την αδρανή και ψυχράν μου χείρα, και λοιπόν, σύμφωνοι. Θα είσαι προ ημών εις Παρισίους, και θα έλθης εις το ξενοδοχείον μας. Τι κρίμα να σε πειράζη τόσον η θάλασσα! Θα εκάμναμεν όλον το ταξείδι μαζί. Τι κακή θάλασσα, ε; τι κακή και τρελλή και ανόητη να κάμνη τόσην τρικυμίαν! Αλλά σιωπή! Ας μη την κακολογούμεν, διά να την έχωμεν ευνοϊκήν διά το μεγάλο το ταξείδι.

Και τι να είπω; Άλλως δε ησθανόμην σφοδρώς την ανάγκην ύπνου. Επί τέλους απεκοιμήθην. Δεν γνωρίζω προ πόσης ώρας εκοιμώμην ότε, εξαίφνης, ησθάνθην επί του ώμου μου ψυχράν και βαρείαν χείρα σείουσάν με. Ήνοιξα έντρομος τους οφθαλμούς και ανεκάθισα επί της κλίνης. Ο Νίκος ίστατο ενώπιον μου με τον δάκτυλον επί των χειλέων. — Σιωπή, εψιθυρισε. Κάτι τρέχει εδώ. Άκουσε!

Μετέφερεν αυτήν εις άλλην ζωήν, ψυχράν, σοβαράν, μεστήν πραγματικότητος ασφυκτικής, την οποίαν αύτη πριν ουδέποτ' εφαντάζετο, μέσω της χαριέσσης φύσεως εν τη οποία ανεπτύχθη.

Εις την μάχην ταύτην από μεν τους Έλληνας δεν εφονεύθη κανείς, επληγώθησαν όμως έξ, από δε τους εχθρούς εφονεύθησαν έως δέκα, εν οις και είς ευνοούμενος υπηρέτης του Μουσταφάμπεη, επληγώθησαν δε έως τριάκοντα. Οι Έλληνες μη έχοντες αποσκευάς μαζύ των και όντες γυμνοί, καθώς εκίνησαν από Δίστομον, δεν ημπόρεσαν διά την υπερβολικήν ψύχραν να διαμείνωσιν εις την πολιορκίαν.

Ομολογώ ότι, υπό την πρόσφατον έτι εντύπωσιν του τρόμου και των ψιθυρισμών της Κας Σοφίας, και του μυστηρίου, του προφανώς αναγομένου εις την άγνωστον νέαν, της οποίας τον θάλαμον κατείχομεν, — κατά την ώραν εκείνην της νυκτός, — εν τω μέσω της σιωπής της ευρείας εκείνης αρχαίας οικίας, — υπό το φως του λύχνου τρέμοντος εις την χείρα του Νίκου, — ομολογώ ότι δεν έβλεπα με ψυχράν αδιαφορίαν την επί του τοίχου εικόνα, την οποίαν μετά δέους παρετήρει ο εξάδελφός μου.

Αλλά το αύλημα εξηκολούθει αντηχούν, υπέρτερον της φωνής της και του βαναύσου γλουγλουκισμού των γαλλίων, έχον βοηθόν ακατάβλητον την ψυχράν και ξηράν πνοήν του ανέμου. Η Σμάλτω δεν ήξευρε πλέον και αυτή πώς διέκειτο και τι ήθελεν.

ΠΡΟΜ. Να ομιλήσης πρώτον, συ, ω Ερμή, και να φανής αμείλικτος εις την κατηγορίαν, χωρίς να παραλείψης τίποτε από τα δίκαια του πατρός σου. Σε δε, Ήφαιστε, θέτω δικαστήν της υποθέσεώς μου. ΗΦ. Μα τον Δία, αντί δικαστού κατήγορον μάθε ότι θα μ' έχης, συ ο οποίος κλέψας το πυρ μου αφήκες σβυσμένην και ψυχράν την κάμινον.

Άρα διατί αυτό να μη ήναι εκείνο το οποίον ημείς νομίζομεν, τουτέστιν η απόκρυφος φωνή της συνειδήσεως, η αποστροφή την οποίαν μία γενναία ψυχή αισθάνεται προς ψυχράν ανθρωποκτονίαν; Ζήτησε άλλην παρ' αυτήν την εξήγησιν, η οποία εξηγεί όλα, και δεν θέλει την εύρης.

Η δε πίστις των χριστιανών εις τον Υιόν του Θεού θα ήτο ακόμη ακλόνητος, και αν δεν είχεν ευδοκήσει να κάμη θαύματα, καθώς δεν έκαμεν ο Ιωάννης. Τα θαύματα του Χριστού υπήρξαν θαύματα απευθυνόμενα ουχί εις ψυχράν και λεπτολόγον περιεργίαν, αλλ' εις στέργουσαν και ταπεινήν πίστιν.

Φωτιά ήτον αναμμένη εις το προαύλιον. Γυναίκες και παιδία εθερμαίνοντο εις το πυρ. Έκαμνε ψύχραν. — Πέτε μας καμμίαν ιστορίαν για κανένα στοιχειό, χριστιανοί, είπα εγώ, και εκάθησα πλησίον εις το πυρ. Εδώ στο σπίτια, τον κατήφορο, πόσα στοιχειά έβλεπα τον παλαιόν καιρόν! Πού κείνα τα χρόνια!