United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρά τον δρόμον παρετήρησε τάφρον πλήρη ανθέων αγρίων και με διέταξε να του κόψω έν εξ αυτών, δακτυλοδεικτών και λέγων την Τουρκικήν ονομασίαν του. Μη εννοήσας ακριβώς οποίον το ζητούμενον, έκοψα διάφορα εκ της τάφρου άνθη και τρέξας, όπως προφθάσω την προχωρήσασαν συνοδίαν, προσέφερα ταπεινώς την ανθοδέσμην μου. Ατυχώς δεν περιείχεν αύτη το ελκύσαν του Μουλά την προσοχήν.

Αν μετά τινας ημέρας παρέλθετε πάλιν εκεί προ της τάφρου, θα ίδετε αντ' αυτής ένα λόφον βορβόρου, και μετά τινας άλλας ημέρας, ότε τον βόρβορον απεκόμισαν ήδη των διαβατών οι πόδες ή απέπλυνεν η βροχή, ευρύ ρυπαρόν αυλάκιον. Ας προχωρήσωμεν. Θέλετε το πεζοδρόμιον ή την οδόν; Αλλ' εκείνο είνε δυστυχώς ονόματι μόνον πεζοδρόμιον, πράγματι δε ό,τι άλλο θέλετε.

Αλλ' οι Πλαταιείς ευρισκόμενοι εις το χείλος της τάφρου, ηδύναντο εις το σκότος να τους διακρίνουν καλλίτερα και τους ετόξευον και τους ηκόντιζαν εις τα γυμνά μέρη του σώματος, ενώ ο εχθρός θαμβούμενος από τα φώτα δεν ηδύνατο να τους διακρίνη μέσα εις το σκότος.

Έπειτα, επειδή οι Σκύθαι προσεπάθουν να εισβάλωσι, παρετάχθησαν εις το απέναντι μέρος της τάφρου και επολέμουν. Γενομένης δε μάχης πολλάκις και μη κατορθούντων των Σκυθών να υπερτερήσωσιν, είς αυτών είπε τα εξής· «Τι πράττομεν, ω Σκύθαι, πολεμούντες τους δούλους μας; Εάν μεν φονευώμεθα ολιγοστεύομεν, εάν δε τους φονεύωμεν, ελαττούμεν τον αριθμόν εκείνων επί των οποίων ήμεθα κύριοι.

Προ πολλού μελετώντες ν' ανοίξουν τας πύλας έπεισαν τον διοικητήν να τοις επιτρέψη να μεταφέρουν διά νυκτός και εφ' αμάξης διά της τάφρου και μέχρι της παραλίας έν ακάτιον με δύο κώπας, διά του οποίου διέτρεχαν την θαλασσαν ως πειραταί· άμα δε εξημέρωνε το επανέφερον πάλιν εις το τείχος διά της αμάξης και το εισήγον διά των πυλών.

Δεν ήθελε καθόλου ν' αντικρύση την σκιάδα εκείνην. Από ημερών ήδη, κάτι μέσα της της έλεγε να την φοβήται· ότι το συναπάντημά των αυτό δεν ήτο καλόν και ότι πλειοτέρα μετ' αυτής εξοικείωσις δεν θα την έφερεν εις αγαθόν αποτέλεσμα. Έστρεψε λοιπόν τα νώτα προς αυτήν η λυγερή και πλησιάσασα, εκάθησε παρά την οφρύν της τάφρου.

Κ' επειδή ο Δημήτρης ίστατο ακίνητος, με την κεφαλήν κάτω νεύουσαν, ανατριχιάζων εις τους λόγους του κτηματίου, επλησίασεν ούτος, του αφήρεσε την αξίναν και την έρριψεν άνωθεν της τάφρου έξω, εις τον δρόμον. — Πήγαινε! είπε μετά θυμού. — Φύγε! εφώναξαν και οι εργάται εκ συμφώνου, τόρα μόλις μαθόντες ότι είχον μαζί των αφωρισμένον άνθρωπον.

Καθ' όσον διήρχοντο έμενον επί του χείλους της τάφρου και απ' εκεί ετόξευαν και ηκόντιζαν εναντίον καθενός, που προχωρών εις βοήθειαν προς το τείχος παρεκώλυε την διάβασιν των. Αφού όλοι διεπεραιώθησαν, οι εις τους πύργους ευρισκόμενοι, καταβαίνοντες τελευταίοι, έφθασαν μετά δυσκολίας εις την τάφρον, και τότε οι τριακόσιοι Πελοποννήσιοι τους εκυνήγησαν με δάδας εις τας χείρας.

Ούτοι δε, άμα ετελείωσαν τας επί του κρημνού εργασίας, επεχείρησαν δευτέραν επίθεσιν κατά του χαρακώματος και της τάφρου των Συρακουσίων, τα μεν πλοία διατάξαντες να πλεύσουν εκ της Θάψου εις τον μέγαν λιμένα των Συρακουσίων, αυτοί δε, καταβάντες περί τα εξημερώματα εκ των Επιπολών εις την πεδιάδα, και διαβάντες το έλος τη βοηθεία θυρών και πλατέων ξύλων, τα οποία έρριπταν εις τα μάλλον πηλώδη και στερεώτερα μέρη, εκυρίευσαν άμα τη πρωία την τάφρον και το χαράκωμα, εκτός μικρού μέρους, το οποίον εκυρίευσαν ύστερον.

Και τοιουτοτρόπως πρώτον μεν έκτισαν τα χείλη της τάφρου, έπειτα δε το τείχος με τον αυτόν τρόπον. Επί του τείχους δε έκτισαν μονόπατα οικήματα αντικρύζοντα προς άλληλα, και μεταξύ των οικημάτων άφησαν διάστημά τι διά να δύναται να στρέφεται τέθριππον άρμα. Εκατόν πύλαι κατεσκευάσθησαν πέριξ του τοίχους, όλαι χάλκιναι, με παραστάτας και υπέρθυρα ομοίως εκ χαλκού.