United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' εκεί σαν ήρθαν πούφαγε τη σαϊτιά ο Μενέλας, 210 κι' όλοι είτανε τριγύρω του οι πρώτοι μαζεμένοι, τότε ο ισόθεος γιατρός προβάλλει ανάμεσό τους. Κι' εφτύς τραβούσε απ' το λαμπρό ζουνάρι τη σαΐτα· και τράβα τράβα πίσω, σπάν τα κοφτερά τ' αγκίδια. Και τούλυσε το πλουμιστό ζουνάρι, κι' από κάτου 215 λει τη ζωσμένη του φασκιά που φτιάσανε οι χαλκιάδες.

Συλλογίστηκε λιγάκι κ' ύστερα ξανάρχισε: — Τι ελέγαμε; Για τις καλωσύνες. Καλωσύνες, π' ανάθεμά τες. Καλωσύνες. Μια γενιά καλωσύνες, μια γενιά φαρμάκια. Ήρθε ο πατέρας μου, θεός σχωρέσ' τον. Ένα ορφανό έρημο, παραπεταμένο, κλωτσημένο απ' τον κόσμο, απ' τον κόσμο πούφαγε ψωμί στο πατρικό του. Μοναχός του έγινε άνθρωπος. Με τα χέρια του, με τον ιδρώτα του, με τη δουλειά του.

Κι' όπως λιοντάρι π' απαντάει ατσόπανα κοπάδια, 485 πρόβατα ή γίδια, αιμόδιψο τους ρήχνεται στη μέση, έτσι έπεσε και του Τυδιά ο γιος απάς στους Θράκες ως πούφαγε άντρες δώδεκα, ενώ ο σοφός Δυσσέας, όπιον ζυγώνοντας σιμά μαχαίρωνε ο Διομήδης, πίσω του αφτός τον έπιανε απ' το ποδάρι, κι' όξω 490 τόνε τραβούσε, τι ήθελε τ' ασπροτριχάτα ζώα με δίχως κόπο να διαβούν, κι' όχι κορμιά πατώντας να φοβηθούν· τι από νεκρούς δεν ήξεραν ακόμα.