United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Μαριανθούλα, η μοσχαναθρεμμένη μοναχαγγονιά της γριάς, άμα ήκουσε τα κυπριά των γιδιών, που έμπαιναν στην αυλή του σπιτιού, έτρεξε σαν αστραπή, κατεβαίνοντας τες σκάλες, κι' ανακατεύτηκε με το καλοβοσκημένο κοπάδι, για να ιδή τα νιογέννητα κατσικάκια, που είχαν γεννηθή εκείνη την ημέρα στο λόγγο, κι' ενώ το πιστικόπουλο απολούσε τ' άλλα τα κατσίκια από τον τσάρκο, για να βυζάξουν τα καημένα, αυτή άρπαξε ένα-ένα τα τρία νιογέννητα κατσικάκια και τα κουβάλησε ψηλά στη βάβω της, με γέλοια και με χαρές, για να ιδή κι' εκείνη και να χαρή.

Η γριά έβαλε τότε στην πυροστιά τη χύτρα, γεμάτη ζωμί τετράπαχης όρνιθας, που είταν καταντεμένη από την άλλη την ημέρα, θέλοντας να φκιάση τη μανέστρα, όσο νάρθη ο παπάς από την εκκλησιά, το πιστικόπουλο έφερε μια μεγάλη λίμπα γεμάτη γάλα κι' άλλη μια μικρότερη γεμάτη κουλάστρα, που είχε αρμέξει εκείνη τη στιγμή από τες γίδες, τες απόθεκε και τες δύο στη γωνιά, για να χύσουν και το ένα και το άλλο γάλα, σε ιδιαίτερα αγγειά να βράσουν, κ' η Μαριανθούλα άπλωνε το χέρι της σ' έναν ταβά, που είχε μέσα μια κόττα ψημένη στη γάστρα, για να τσιμπήση κάτι τι από μέσα, γιατί είχε αποθυμήσει την αρτυμή ένα σαραντάημερο, αλλά το άγρυπνο μάτι της γριάς την είδε και: — Μη, βλαστάρα μ', της είπε.

Η υπηρέτρα με το πιστικόπουλο τράβησαν το κατακουρασμένο τάλογο, στο κατώγι να το ξεφορτώσουν και να το σηλαρώσουν, ενώ οι τρεις οι καλοκαρδισμένοι ανέβηκαν τη σκάλα μαζύ με τον παπά, και μπήκαν στο δωμάτιο, που είταν το τραπέζι στρωμένο. Οι γάτες είχαν στήσει πανυγήρι από τη στιγμή, που, πέφτοντας οι ντουφεκιές, πετάχτηκαν οι άνθρωποι όξω.