United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αυτοί τα επάνω κρέατα ψημέν' αφού σηκώσαν μερίδαις κάμαν και άρχιζαν το θαυμαστό τραπέζι· 280 τότ' οι υπηρέταις έθεσαν μερίδα του Οδυσσέα όσην και κείνοι ελάμβαναν, ως είχε παραγγείλει ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα.

Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα, Τηλέμαχος, τα εύμορφα σανδάλια του εποδέθη, λόγχην εφούκτωσε βαρειά, και, ως ήταν κινημένος να πάητην πόλιν, έλεγε προς τον χοιροβοσκόν του• 5 «'Στην πόλιν αποφάσισα να υπάγω, γέροντά μου, όπως η μάννα μου με ιδή• γιατί δεν θέλει παύση πικρά να κλαίη, να θρηνή, να βαρυαναστενάζη, πριν ή με ιδούν τα μάτια της• και σε το εξής προστάζω• τούτον τον ξένον άμοιροντην πόλι θα οδηγήσης, 10 κει να ζητεύη• του πτωχού θα δώσ' όποιος θελήση χαψιά ψωμί, ρουφιά κρασί• και ως προς εμέ, να τρέφω κάθ' άνθρωπον δεν δύναμαι, με τόσα πάθη 'πώχω. κ' εάν ο ξένος χολευθή, χειρότερα θα πάθη• και την αλήθεια καθαρά μ' αρέγει να προφέρω». 15

Κατόπιν είπε του πιστού συντρόφου του Πειραίου• «Κλυτίδη, από την συντροφιά, 'πού 'λθε μ' εμέτην Πύλο, 540 εσέ γνωρίζω μάλιστα να με υπακούς εις όλα• και τώρα πάλι λάβε μουτο σπίτι σου τον ξένον, και φίλευε και τίμ' αυτόν ολόψυχα ως 'που να 'λθω». Και ο ξακουστός ακοντιστής ο Πείραιος απαντούσε• «Κ' εάν, Τηλέμαχε, πολύν καιρόν εδώ θα μείνης, 545 απ' εμέ περιποίησι θα 'χη όσην θέλη ο ξένος». Καιτο καράβι ανέβη αυτός και των συντρόφων είπε να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν• κ' εκείνοι εμπήκαν και αραδιάσθηκαν με τάξιταις σανίδαις. εφόρεσε ο Τηλέμαχος τα σάνδαλα τα ωραία, 550 κ' επήρε απ' το κατάστρωμα κοντάρι λογχοφόρο βαρύ• και τα πρυμόσχοινα ωστόσο εκείνοι ελύσαν, εξεκινήσαν κ' έπλεαν κατά την πόλι, ως είπε ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα. και αυτός γοργά προχώρησεν ως 'π' ηύρε την αυλή του, 555 όπ' ήσαν χοίροι αμέτρητοι δικοί του, κ' εξενύκτα σιμά τους ο καλός βοσκός, 'που αγάπα τους κυρίους.

ΣΙΜ. Μήπως και συ έκαμες εις κανένα εκδούλευσιν ομοίαν προς εκείνην που έκαμε ο Φάων προς την Αφροδίτην όταν εκ Χίου την επέρασε εις την απέναντι παραλίαν και εις αμοιβήν τον έκαμε εκ νέου νέον, ωραίον και αξιέραστον; ΠΟΛ. Όχι, αλλ' όπως είμαι ήμουν περιπόθητος. ΣΙΜ. Αυτά είνε ακατανόητα. ΠΟΛ. Και όμως είνε γνωστός αυτός ο έρως προς τους πλουσίους και ατέκνους γέροντας.

Είπε, και ο γέρος μ' ανοικταίς του 'χύθη επάνω αγκάλαις, κ' έσφιξε, κατεφίλησε, το χέρι του Οδυσσέα, και κείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· «Μας ήλθες περιπόθητος, ω πολυαγαπημένε, 400 ανέλπιστος μας έφθασες· μόν' οι θεοί σε φέραν· γειά σου, χαρά σου, κ' οι θεοί να σε τρισευλογήσουν. και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια να γνωρίσω, η Πηνελόπ' η φρόνιμη τάχ' έμαθεν ότ' ήλθες εις την πατρίδα, ή μηνυτήν ευθύς να στείλω εκείνης405