United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έχει πάντοτε πλήρες το θυλάκιον εγγράφων και το κεφάλι γεμάτο σχέδια, τα οποία περιμένουν την εφαρμογήν των. Περιπατητής ακούραστος, ευρίσκεται πάντοτε εις κίνησιν, εκτός των ωρών οπού εξοδεύει εις του Ζαχαράτου, εις την ανάγνωσιν των εφημερίδων του κόμματος, διότι τας άλλας ούτε τας πιάνει σ' το χέρι.

Ολίγος δε παρήλθε χρόνος, και η ρυπαρά εκείνη χειρ εισήλθε και πάλιν εις το θυλάκιον, και νέαι αδελφαί μου απετέθησαν πλησίον μου. Το αυτό επανελήφθη πολλάκις της ημέρας, και ηπόρουν τη αληθεία, πού ο ρυπαρός εκείνος ρακενδύτης εύρισκε τόσα χρήματα, ώστε να πληρόνη υπερτιμημένας όλας μου εκείνας τας αδελφάς.

Ήναψα τεμάχιον λαμπάδος εκ κηρού μετρίως νοθευμένου, την οποίαν είχον αγοράσει την προτεραίαν εις την πολίχνην, την είχα δε κόψει εις τέσσαρα τεμάχια χάριν ευκολίας, και περιτυλίξας εις χαρτίον, την είχα βάλει εις το θυλάκιόν μου. Την προλαβούσαν νύκτα είχα λησμονήσει εις το θυλάκιόν μου τα τεμάχια της λαμπάδος.

Είτα έψαξε τον Νάσον, εύρεν άλλα τόσα και εις αυτού το θυλάκιον, ακολούθως απέπεμψε τα δύο παιδία. — Πηγαίνετε τώρα και μη φοβάσθε, άλλη φορά να μη μαλλώνετε. Ο Γιάννης ο Παλούκας δεν είχε πώς να μεθύση και πώς να εορτάση τα Χριστούγεννα, εκείνην την χρονιά.

Άμα εξελθών εις την οδόν ο κύριος μου, συνέθλασε τα τρυφερά μου μέλη διά της πλατείας και χονδροειδούς αυτού χειρός, και μ' εβύθισε, συντετριμμένην ούτω και πλήρη μωλώπων, εις το ευρύ θυλάκιον της αναξυρίδος του, όπου εύρον συντρόφους δύο δεκάρας, μίαν σφάντζικαν, ολίγα τρίμματα ξηρού καπνού, μίαν πίπαν καί τινα φύλλα σιγαροχάρτου.

Αι νυκτοφυλακαί έπαυσαν, οι άνθρωποι ήρχισαν να εξέρχωνται εις τας εργασίας των και την νύκτα μέχρι του μεσονυκτίου μόνος ο Γέρω- Γιάννης, ο δημαρχικός κλητήρ, περιήρχετο την έρημον κώμην, φέρων το ωραίον καρυοφύλλι εις τον ώμον του και την τσακμακόπετραν εις το θυλάκιόν του.

Επομένως θα επέλθη και το τέλος της ζωής επί του πλανήτου μας εξ ασφυξίας». — Βλέπετε, λοιπόν, εξηκολούθησεν ο γέρων, θέτων μετά προσοχής εις το θυλάκιόν του την εφημερίδα, ότι το πράγμα δεν είνε αστείον. Με ασφυξίαν, κύριοι θα πάμε, με ασφυξίαν. Και διά να εννοήσετε πόσον είνε φοβερόν αυτό έπρεπε να πάσχετε, όπως εγώ, από άσθμα.

Αλλά συ φίλε, δεν προσείχες τότε εις τα τετριμμένα αυτά, αλλ' εφθόνεις μάλλον τους μικρούς δεκαετείς παίδας, τους ανασηκώνοντας την περισκελίδα ως τον μηρόν, φέροντας τα πέδιλα εις το θυλάκιον και θαλασσώνοντας υπέρ το γόνυ εις το κύμα.

Προσήλθεν αγριωπός, — ήτο άνθρωπος εντελώς χυδαίος, εμπνέων αληθή τρόμον εις όλους μαςέβαλε τας φωνάς, κατέσχε το μαχαιρίδιον, το οποίον εταμίευσεν εις το θυλάκιόν του ως σώμα του εγκλήματος, και μη αρκεσθείς εις ύβρεις μόνον και επιτιμήσεις βαναύσους, ερράπισε τον δυστυχή Αλέξανδρον με τόσην κτηνωδίαν, ώστε το ταλαίπωρον παιδίον έφερεν αυτομάτως τας δύο του χείρας εις την καταπόρφυρον παρειάν του, και έβαλε πόνου κραυγήν, — την πρώτην που ήκουσεν η τάξις από το στόμα του.

Από την κλειδότρυπα; επανέλαβεν ο Σκούντας ενθυμηθείς την κλείδα ην είχεν εις το θυλάκιον. — Και διατί θέλεις να την ιδής; είπεν η Βεάτη. Ο Τρανταχτής σου παρήγγειλε τίποτε να της πης; — Ο Τρανταχτής... όχι μόνον ο Τρανταχτής. — Αλλά και ποίος άλλος; — Ο αδελφός της, είπε σκοπίμως ο Σκούντας. — Ο αδελφός της; Και τι της παραγγέλλει ο αδελφός της;