United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το όνομα &γύφτισσα&, το ζοφερόν τούτο μορμολύκειον των νηπίων, το κατάμαυρον εκ σκωρίας και καπνού, ο κεραυνός ούτος της περιφρονήσεως, ο εκσφενδονιζόμενος καθ' εκάστην κατά των δυστυχών εκείνων πλασμάτων, δεν ερρίπτετο μόνον κατά της δυστυχούς γραίας, ερρίπτετο και κατ' αυτής της Αϊμάς.

Σημ. ο Goethe, εις τα τελευταία του χρόνια, δεν ήταν ευχαριστημένος με την εξήγησίν του. Όταν, το έτος 1828, εθεωρούσε την Πινακοθήκην των Δραματικών έργων του Shakespeare, του Retsch, και έφθασε εις τον Αμλέτον, παρετήρησε· «με όλα όσα ειπώθησαν, εκείνο πιέζει την ψυχήν ως ένα ζοφερόν πρόβλημα». — Ο πρωταγωνιστής δεν έχει σχέδιον, το Δράμα έχει.

Εις τα ενδόμυχα της ψυχής ταύτης υπήρχε τι ως βάραθρον βαθύ ορωρυγμένον, ζοφερόν, ερεβώδες, απαίσιον, αλλ' εσφραγισμένον διά της σφραγίδος του χρόνου. Όστις παρεκινδύνευε να αποσπάση αποτόμως το επίπωμα τούτο, ώφειλε να ιλιγγιά προς το βάθος της αβύσσου, εξετέλει δ' εξ ανάγκης έργον βάρβαρον. Η Αϊμά επίεσε με την χείρα το στήθος, εδίστασεν επί μακρόν, και είπεν

Αληθώς προς δυσμάς το ζοφερόν του ορίζοντος δεν εφαίνετο προαναγγέλλον εξακολούθησιν της γαλήνης, αλλ' η απειλή την οποίαν τα νέφη εκείνα υπέκρυπτον ήτο εισέτι μακράν, το δε ατμόπλοιον διέσχιζε θάλασσαν ακύμαντον, μόλις ρυτιδουμένην από την πνοήν ελαφρού αέρος. Μόνοι οι δύο τροχοί, ταράσσοντες τα νερά, εχάρασσον όπισθεν ημών το πέλαγος διά διπλής γραμμής κλιμακωτού αφρού.

Εμπρός· όποιος πηγαίνει εμπρός ποτέ δε χάνει. — Ποιος θα μας βοηθήση, ποιος θα μας σώση;. . . — Εκείνος. . . όταν έρθη καιρός. . . Και η Κυρά Καλή ύψωσε τον δάκτυλον εις τον ουρανόν. Τα παιδία νομίζοντα ότι θα έβλεπον κάποιον προστάτην, ύψωσαν μετ' ελπίδος τους οφθαλμούς εις τον ζοφερόν αιθέρα, αλλά τίποτε δεν διέκρινον. Και όταν τους εχαμήλωσαν, δεν ήτο μαζί των ούτε η Κυρά Καλή.

Ταφείσα και πάλιν εις τον ζοφερόν εκείνον τάφον, ουδέν πλέον ήκουσα, ειμή συγκεχυμένον τινά βόμβον, ισχυρότερον ολονέν αποβαίνοντα, και απολήξαντα τέλος εις πανδαιμόνιόν τινα πάταγον, ενώ αμυδρώς διέκρινα τον δούπον γρόνθων φερομένων κατά της τραπέζης, τον κρότον σκαμνιών θραυομένων κατ' αλλήλων, οιμωγάς δερομένων, και οδόντων τριγμούς και βλασφημίας και ύβρεις.

Αλλοίμονον εις εμέ! Ήτο τούτο της αμαρτίας το σπέρμα μέσα 'στην καρδιά μου; Το όνειρόν μου ήτο η Ζωή του Μέλλοντος, του οποίου η χορδή έπρεπε να σπάση χάριν της σωτηρίας μου; Α! η ταλαίπωρος εγώ! Θρηνούσα εκάθητο εκεί μέσα εις το ζοφερόν της νυκτός σκοτάδι.

Και δεν εφοβήθη, δεν υπέστη το ζοφερόν εκείνο αίσθημα της δεισιδαιμονίας, το ιδιάζον εις τας τοιαύτας παραλόγους πίστεις. Ησθάνθη μόνον θάμβος και κατάνυξιν. Ηθέλησε να τη αποτείνη τον λόγον, να απαγγείλη προσευχήν προ της εμφανίσεως ταύτης. Αλλ' η γλώσσα του έμεινεν ακίνητος.

Και μετά πολλούς αγώνας κατώρθωσε να φθάση σύστημά τι ευπρόσωπον ως προς την τότε εποχήν, όπερ ηδύνατο ίσως να επαρκέση εις τας πνευματικάς των ευπαιδεύτων ανάγκας. Αλλ' εν τούτοις δεν ηδύνατο άνευ δυσχερειών και κινδύνων να πράξη τοσαύτα, το δε χείριστον ήτο ότι ηναγκάζετο να περιβάλλη τον βίον του με ζοφερόν τι μυστήριον.