United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και έως που να περάσωμεν όλα εκείνα τα δάση, είδαμεν πολλά, φοβερά και ανεκδιήγητα είδη όφεων και άλλων θηρίων, όμως δεν εφοβήθημεν, επειδή εκείνοι οι κυνηγοί είχον κάποιο λάδι, που είχε μίαν δριμυτάτην μυρωδιάν και έφθανε μακράν έως ένα μίλιον, με το οποίον λάδι οι κυνηγοί έλειφον τα υποδήματά των και τα άρματα αυτών όθεν τα θηρία εκείνα και οι όφεις ευθύς που από ένα μίλιον μακράν ησθάνοντο την μυρωδιάν του λαδιού, έφευγον με μεγάλην ορμήν και φόβον· από το οποίον λάδι μου εχάρισαν αρκετόν εκείνοι, διά να το φυλάττω και το έχω έως την σήμερον.

Εκείνες εχαρίσαν σ' εμέ του Αδμήτου την ζωή, μα με τη συμφωνία πώς κάποιος άλλος θα βρεθή για κείνον να πεθάνη. Όλους τους φίλους ρώτησε ο Άδμητος και όλους κρυφά τους ξέτασε αν δέχονται. Αλλ' όμως όλοι αρνήθηκαν, κι' αυτός ο γέρος του πατέρας και η μάννα που τον γέννησε, κι' αυτή αρνιέται ακόμη. Και μόνο η γυναίκα του προσφέρεται θυσία, και δέχεται για χάρι του να χάση τη ζωή της.

» Ο Καίσαρ τον απεκάλεσεν ηλίθιον και προσέθεσε: » — Πού θα πηγαίνω να αναπνέω την αύραν της θαλάσσης και να επιμελούμαι την φωνήν ταύτην, την οποίαν οι θεοί μου εχάρισαν διά την ευδαιμονίαν της ανθρωπότητος; Και η Ρώμη εις τας φλόγας δεν θα παρείχε θέαμα οπωσούν μεγαλοπρεπέστερον και τραγικώτερον από το Άντιον;

Κι' ο γοργοπόδης Αχιλλεύς βαριά εστέναξ', κ' είπε· 'Ξεύρεις· τι όλα να σ' ειπώ, αφού κε τα γνωρίζεις; Πήγαμετου Ηετίωνος μεγάλην πόλιν Θήβαν· Την επορθήσαμεν λοιπόν, και φέραμεν εδ' όλα· Κ' οι Αχαιοί τα μοίρασαν καλά 'ναμεταξύ τους· Κ' εχάρισαν την εύμορφην Χρυσίδα τον Ατρείδην· Κ' ήρθ' ο ιερεύς τ' Απόλλωνος ο Χρύσηςτα καράβια Τα γλήγωρα των Αχαιών των χαλκοποκαμίσων, Διά την θυγατέρα του, να την ελευθερώση, Άπειρα λύτρα φέροντας, κρατώντας κ' εις τα χέρια Το στέμμα του Απόλλωνος με το χρυσόν το σκήπτρον, Και παρακάλει ολουνούς τους Αχαιούς, και πλέον Τους δυω Ατρείδαις, του λαού αρχιστρατήγους πρώτους.

Διότι, αφού και προς απόκρουσιν του θανάτου, όταν κινδυνεύη κανείς να αποτελειωθή από τους γονείς του, δεν επιτρέπει ο νόμος να φονεύση ούτος τον πατέρα του ή την μητέρα του, αυτούς οι οποίοι του εχάρισαν το φως της ζωής του, αλλά οφείλει να υποστή τα πάντα παρά να κάμη κανέν παρόμοιον, πώς θα ήρμοζε να δοθή άλλη τιμωρία εις αυτόν συμφώνως με τον νόμον; Λοιπόν ας ορισθή ως τιμωρία ο θάνατος διά τον φονεύσαντα εν βρασμώ τον πατέρα του ή την μητέρα του.

Ο δε Ανδροκλής, αναγνωρίζων τον ευγνώμονα της Αφρικής φίλον του, αφόβως εναγκαλίζεται αυτόν, και διηγείται εις τους εκπεπληγμένους θεατάς τα μεταξύ αυτού και του λέοντος εν τω σπηλαίω της Αφρικής διατρέξαντα. Οι Ρωμαίοι, συμμερισθέντες τότε την ευσπλαγχνίαν του ευγνώμονος θηρίου, εχάρισαν εις τον Ανδροκλήν την ζωήν, ομού δε με αυτήν τω εχάρισαν και τον φίλον του λέοντα.

Έφερεν εις την οικίαν της, εξ όσων της έδιδον δι' αμοιβήν των εκδουλεύσεών της, ένα σάκκον με σίτον, ως μίαν οκάν τυρίου, δύο όρνιθας, ένα μάλλινο χράμι, το οποίον της εχάρισαν, και ολίγας δραχμάς μετρητά. Εκ τούτων επλήρωσε γενναιοφρόνως και τον ναύλον της Πορταΐταινας, διά να υπάγη κι' αυτή εις την εστίαν της.