United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξαβόηθησαν εκεί, εις τα ξυρόφυλλα του αριού, τα φορτία τωνσακκία πλήρη ελαιών — κ' εκάθισαν, ανακλιθείσαι επ' αυτών, αι δύο γραίαι, ως γλαύκες, σιωπηλαί, κουρασμέναι, ασθμαίνουσαι. Ήρχοντο από το Μποστάνιπορείαν δίωρον.

Νά, από 'δω θα έκαμεν ο κολλήγας μου, είπεν ο ποιμήν προς τους πέντε άλλους, δεικνύων μεγάλα ίχνη επί της χιόνος. Ο ποιμήν ούτος ήτο ο Κομποδήμος, ο κολλήγας του Μπάρμπα-Σταύρου, εις αναζήτησιν του οποίου μετέβαινε μετά των πέντε άλλων ναυτικών. Και οι έξ ηκολούθουν τα ίχνη τα υποδειχθέντα, τα μόνα προς εκείνο το μέρος όπου έκειτο ο ελαιών του Μπάρμπα-Σταύρου.

«Η συνείδησις μας κάμνει όλους ανάδρους», έγραψε μέγας Άγγλος ποιητής, ο Σαιξπήρος, του οποίου η πεφωτισμένη ψυχολογία πολύ ωφελήθη εκ των Ευαγγελίων. Την εσπέραν της ημέρας, καθ' ην συνέβησαν τα εν τω προηγουμένω κεφαλαίω αναγραφόμενα, ο Ιησούς απεσύρθη εις το Όρος των Ελαιών.

Επιτυχών ερημίανΠαραμονή, και οι χριστιανοί δεν εργάζονταιεσύναξεν αρκετούς κλάδους ελαιών διά το ποίμνιόν του, τους οποίους, φορτώσας, μετεκόμιζεν εις την ποίμνην του, και κατά παραγγελίαν του πλουσίου ιδιοκτήτου, — με το αζημίωτόν του, εννοείταιηθέλησε να φοβίση την γραίαν καπετάνισσαν, ίνα πωλήση πλέον τον οίκον της. Διά την τρίτην εργασίαν εψεύδετο, ίνα μη απολέση την ημέραν.

Ο παπάς ήτανε κι' αυτός χλωμός, χαλασμένος, συλλογισμένος, παίζοντας ανήσυχα το κομπολόγι του, ένα μακρύ κομπολόγι από εληοκούκουτσα του Όρους των Ελαιών, χάρισμα του φίλου του του Μελαχροινού, που έφθανε ως το πάτωμα. Απ' τη βραδειά που είχε πάει να κοινωνήση τον πεθερό του Αλυφαντή, ο παπάς έπεσε στα ρούχα. Δυνατή θέρμη τον τάραξε, όλη τη νύχτα, είδε κ' έπαθε να συνεφέρη.

Το ολίγον ρετσινάδον ήτο μία όλη οκά, την οποίαν η μονόφθαλμος υπηρέτρια του παντοπωλείου «η Ματαιότης» ήλθε να καταθέση επί χωλής τραπέζης με δυο ποτήρια και δρακιάν μαύρων ελαιών.

Ενίοτε συμβαίνει και το εναντίον· αδιαφιλονείκητος ελαιών γνωστού κτηματίου πατείται και γίνεται δρόμος, χάριν της ευκολίας των διαβατών. Άλλοτε οι βοσκοί και αι αίγες των ανοίγουσι νέον μονοπάτι, διά να &αραδίζουν&, άλλοτε εγκαταλείπουσι και αφήνουσι να εκχερσωθή παλαιά και γνώριμος οδός.

«&Δεκεμβρίου 17&. Εγερθείσα σήμερον την πρωίαν εύρον επί της τραπέζης της αιθούσης ημών ογκώδη ανθοδέσμην, πιθάριον ελαιών της Κορώνης, καπνιστά οψάρια του Μεσολογγίου και δέσμην εντύπων φυλλαδίων.

Μπάρμπα-Σταύρο! Αλλ' η φωνή προσέπεσεν αθλίως επί των χιόνων απομείνασα παγωμένη, νεκρά και άηχος! Ουδείς απήντησε. Μόνον οι υπόκωφοι κρότοι των υπό την χιόνα θραυομένων ελαιών ηκούοντο πάντοτε, γοερώς και επωδύνως αντηχούντες εις τα ώτα των οδοιπόρων. Έφθασαν εις το τελευταίον ίχνος του υποδήματος. — Μα αναλήφθηκες, Μπάρμπα-Σταύρο; παρατηρεί τότε είς των οδοιπόρων.

Ήλπιζε λοιπόν η Μαχώ να εύρη συνστροφιάν, καθόσον δεν θα ευχαριστείτο να μείνη μόνη της με το παιδίον την νύκτα εις το έρημον μέρος, όπου «κροτίζει ο τόπος», από τας τόσας παλαιάς αναμνήσεις και τα τόσα στοιχειά. Αλλ' η Μαχώ εγελάσθη. Αι γυναίκες είχον τελειώσει προς το παρόν την πρώτην συλλογήν των ελαιών, και δι' άλλης οδού είχον επιστρέψει το βράδυ εις την πολίχνην.