United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλυσε την μαντίλα από τον στολισμένο της λαιμό και άρχισε να μιλάει με νοσταλγία για το πανηγύρι. «Όλοι είναι εκεί, και τα εγγόνια μου, η Παναγιά μαζί τους. Όλοι εκεί είναι και δροσίζονται, επειδή βλέπουν τη θάλασσα….» «Γιατί δεν πήγατε κι εσείς;» «Και το σπίτι, κυρά μου; Όσο φτωχικό κι αν είναι ένα σπίτι δεν πρέπει να το αφήνει κανείς μόνο, αλλιώς θα μπει το στοιχειό.

Η μάμμη των, αυτή τους ανέθρεψεν, αυτή τους είχεν αναστήσει, αυτήν εγνώριζαν μητέρα. Η θειά-Αρετώ ήτο καλή Χριστιανή, και δεν είχε κάμει κακόν εις καμμίαν γειτόνισσαν, και όμως υπέφερε πολλάς δυστυχίας εις την ζωήν της. Ο χάρος την είχε κατατρέξει, και αν δεν είχε και τα δύο εγγόνια της, θα ήτον έρημη εις τον κόσμον. Και όμως εις όλα έλεγε: Δόξα σοι ο Θεός.

Αλλά δις ή τρις της εβδομάδος διά της Άνω Πύλης του φρουρίου εξήρχοντο κ' έβλεπαν κρεμάμενα εκεί, εις τον σκοτεινόν πυλώνα, την κνήμην του «Έλληνος γίγαντος», και το «τσαρούχι του», τεραστίου μεγέθους, επιφυλαττόμεναι, όταν θα επανέκαμπτον με το καλόν εις την πατρίδα, να διηγώνται κ' αι δύο το πράγμα εις τα εγγόνια των.

Είχε την μικράν περιοχήν της, με τον ελαιώνα, την άμπελον, τους μικρούς κήπους, και τον αγρόν, και απ' εκεί οικονομούσε το καθημερινόν της, κ' εζούσεν αυτή και τα εγγόνια της, οι υιοί του μεγάλου υιού της, ο πρώτος εικοσαετής, ο δεύτερος δεκαεπταετής, καλλιεργούντες την γην. Οι γονείς των είχον αποθάνει νέοι προ δεκαπενταετίας και πλέον.

Ετούτος ο λογισμός με έρριχνεν εις απελπισίαν· επέρασαν πλέον παρά διακόσιοι χρόνοι εις τούτην την ανωφελή ζήτησιν, και όλοι εθαυμάζονταν εις εμέ, δεν ημπορούσαν να καταλάβουν πώς εγώ ήμουν ακόμη ζωντανός· είδα να ξαναγεννηθή τέσσαρες φορές η νεότης· εις τον τόπον που ήμουν· έθαψα όλους εκείνους που με είδαν εις την αρχήν, ομού και τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους.

Ελπίζω να μάθη, να διαβάση, και να μιλή μόνο για όσα διάβασε. Εκείνος θα μας διαβάζη κατόπι και θα μας κρίνη. Ίσως όχι εκείνος ακόμη. Μου φάνηκε σα λιγάκι δασκαλεμένος. Μα θα καταλάβη κατόπι, και θα μας διαβάζουν τα παιδιά του. Θέλουμε καιρό να ξεσκουριάση το έθνος. Μας αφάνισαν οι δασκάλοι. Θαφανιστούν όμως κι αφτοί καμιά μέρα. Καμιά μέρα τα εγγόνια μας θα γελούν που ακούαμε τους δασκάλους.

Κ' εμείς που σκύβουμε, κι όλο σκύβουμε, πού νανασηκώσουμε κεφάλι και να δούμε τον ουρανό! Τα παιδιά μας θα σκύβουν ακόμα πιώτερο, τα εγγόνια μας άλλο τόσο, τα ξέγγονά μας θαγγίζουνε και τη γης με τα κρεμαστά τους τα χέρια, ώσπου πόδια να καταντήσουν, αυτά τα χέρια που μια φορά στεφάνια κρατούσανε και σε περήφανα κεφάλια τα θέτανε! Σώνει, Σώνει!