United States or Eritrea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις το σπίτι σπανίως η Πηγή έμενε μόνη· ο είς εκ των δύο δράκων συνέβαινε να είνε πάντοτε σχεδόν εκεί· ή ο γέρων με την τουρλωτήν φέσαν ή ο νέος με την κατηφή μορφήν. Ο Μανώλης δεν ετόλμα πλέον να εισέλθη χωρίς να είνε βέβαιος ότι η Πηγή ήτο μόνη. Οσάκις δε παρεμόνευσεν υπό το παράθυρον, πάντοτε συνέπεσε νακούση την φωνήν του Θωμά ή του Στρατή και απήρχετο περίλυπος ή βλασφημών.

Όταν δε ο γέρων τον εκάλει διά να του δίδη γεωργικάς συμβουλάς, ανεχώρει κατεχόμενος υπό τοιούτου ερεθισμού, ώστε δεν έβλεπε· και επροχώρει βλασφημών και ξεθυμαίνων κατά των ζώων τα οποία συνήντα καθ' οδόν.

Και μόνος ο Μπάρμπα- δήμαρχος εφόρεσε τα πλέον παλαιά φορέματα, εκείνα τα ξεσχισμένα και εμβαλωμένα, τα οποία εφόρει εις το βουνόν, όταν εύρε τον τενεκέ με τα φλωρία, βλασφημών μέσα του και γαμβρούς και νύμφας, οπού έρχονται εις τον κόσμον διά να αφαιρούν τους τενεκέδες με τα φλωρία, τους οποίους οι Μπαρμπα-δήμαρχοι συνηθίζουν ν' αποκρύπτωσι.

Ο βουκόλος, εις τον οποίον ανήκεν ο ταύρος, επροσπάθει να τους εμποδίση, ικετεύων, βλασφημών, καταδιώκων, πότε τον ένα, πότε τον άλλον, και επί τέλους ήρχισε να κλαίη, ενώ οι άλλοι εξηκολούθουν ναπαγγέλλουν την επωδόν της μυίγας.

Από την εποχήν καθ' ην μετέφερε πέτρας διά την οικοδομήν, ο ημίονος τον είχε πάρη τόσον από φόβον, ώστε άμα τον είδε πλησιάζοντα διά να τον μεταδέση εις την νομήν, απέσπασε τον πάσσαλον εις τον οποίον ήτο δεμένος και έφυγεν έντρομος. Ο Μανώλης τον κατεδίωξε βλασφημών και ρίπτων κατ' αυτού μεγάλους βώλους χώματος, διότι λίθοι δεν υπήρχον εις το λιβάδι.

Εσύναξες τόσο καλή συντροφιά κ' εγώ τίποτα, αι; Και αφήσας εμέ, εστράφη προς τους συντρόφους μου· αλλά το δωμάτιον ήτο κενόν. Οι φίλοι μου που τον εγνώριζαν κάλλιστα, ετράπησαν αυτοστιγμεί εις φυγήν, εκτός, εννοείται του Φ. Ο οικοδεσπότης ώρμησεν εις καταδίωξίν των, αλλά σκοντάψας εις το κατώφλιον της έξω θύρας κατέπεσε βλασφημών. Αυτό το επάθαινε συχνά.

Όταν ήρχετό τις οικοκύρης να παραπονεθή και να τον επιπλήξη, ο μπάρμπα-Γιώργης είχε τόσον γλυκείαν γλώσσαν, ώστε ο άνθρωπος σχεδόν επείθετο ότι ο βοσκός δεν τον είχεν αδικήσει, και είχε γείνει λάθος. Άμα έστρεφεν όμως εκείνος τα νώτα ν' απέλθη, ο Πολύχρονος εσήκωνε τα χέρια και τον εμούτζωνε οπίσω του, γογγύζων, υβρίζων και βλασφημών.