United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτον ένα &κατάλυμα&, παλαιά οικία καταρρεύσασα, χωριζομένη διά του στενού από της οικίας εν ή κατωκει η γραία μετά του υιού της και της νύμφης της, είτα ένας αυλόγυρος έρημος, μ' ένα φούρνον τον οποίον από πολλού έπαυσε να &κολλά& η γερόντισσα και δύο ετοιμόρροποι οικίσκοι ακατοίκητοι, όλα έρημα και σκοτεινά. Της νύμφης της τής Γιάνναινας, «της είχεν έρθει άτυχα», εβεβαίου η γρηά Παντελού.

Αυτό 'μπορώ να το ειπώ, αλήθεια! Είχε το χέρι του βαρύ και γρήγορα 'κτυπούσε. Απέθανε κ' εσάπισε. ΚΕΝΤ Εγώ, αυθέντα, ήμουν. Εγώ... ΛΗΡ Αυτό θα το ιδώ αμέσως. ΚΕΝΤ Εγώ είμαι, που τ' άτυχά σου ρήματα παντού ακολουθούσα, αφού σε κατεπλάκωσε η συμφορά κ' η πίκρα. ΛΗΡ Καλώς μας ώρισες λοιπόν. ΚΕΝΤ Όχι καλώς, διότι εδώ είν' όλα θλιβερά και σκοτεινά και μαύρα.

Για να σκιάξη, μαθές, τους πεθαμμένους; . . . Για να την αφήση ο χάρος, γρηά, κακόγρηα, κακομαγειρεμμένη, να μην την πάρη, και σωθούν η αμαρτίες της! . . . Και την έσπρωξε μέσα στο λάκκο, τ' ακούς!. . . . Κ' έκανε την πεθαμμένη, τ' ακούς! . . . Ποιος ξέρει αν δεν της έρριξε και χώματα απάνω της; . . . κι' αν δεν την εκακομελέτησε, τάχα; Και τώρα που ήλθε, άτυχα, του κοριτσιού μου . . . Και πώς να τώχω, ένα παλαβό, ένα σκιασμένο, ένα φριμμένο, Θε μου! . . . Κορίτσι μυριάκριβο, που ήταν σαν το κρύο νερό . . . Που μου το γύρευαν οι γαμβροί από τώρα . . . Κ' εγώ έλεγα, η καϋμένη, νάρθη ο Θανάσης απ' την Αμέρικα, να μου φέρη πολλές-πολλές λίρες, να το παντρέψω, να το νοικοκυρέψω, να ευφρανθώ, να χαρώ! . . . Και τώρα η Επαρχίνα μου το βόλεψε καλά! . . . Απ' το Θεό ας τωύρη!

Άμα είδε το απίστευτον θέαμα, η πτωχή γυνή, έτρεξε με τρεμούσας κνήμας, με την γλώσσαν κρεμαμένην έξω, λευκή ως σινδών, έτρεξεν επάνω εις την οικίαν, κ' έπεσεν αμέσως εις την στρωμνήν πυρέσσουσα. «Της ήρθε άτυχα». Είχε χτυπηθή. Και δεν της επήρε μεν η Καντίνα τη μιλιά της, διότι με την γλώσσαν παραλυθείσαν δεν ηδυνήθη ν' αρθρώση κραυγήν, αλλ' έμεινε τραυλή διά βίου.