United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πολλοί παρήλθον αδιάφοροι προ του ανοικτού εκείνου φούρνου, την προθήκην του οποίου κοσμούσι θερμοί έτι και ευωδιάζοντες άρτοι, και κουλούραι ξανθαί, και πλακούντια προκλητικά, εν μέσω δε πάντων και προ πάντων ταψίον μπογάτσας, αχνιζούσης έτι από του πυρός και μυροβολούσης από του βουτύρου. Το ταψίον είνε μέγα και η μπογάτσα παχεία και ζακχαρόπαστος.

Οι ψεκαστήρες έρριπτον επί του πλήθους λεπτήν βροχήν σαφρά και ίων. Προσέφεραν αναψυκτικά, οπτά κρέατα, γλυκέα πλακούντια, ελαίας και οπώρας. Ο όχλος κατεβίβρωσκεν, εφλυάρει και ανευφήμει τον Καίσαρα, διά να τον ελκύση εις μεγαλυτέραν ακόμη γενναιοδωρίαν. Το πρώτον μέρος του θεάματος είχε λήξει.

Αλλά πώς εζήσαμεν; Προ δύο εβδομάδων συνώδευσα εις τον τάφον τον νεκρόν γέροντος φίλου μου• τον βαθύπλουτον τούτον έμπορον, όστις αφήκεν εκατομμύρια εις τους κληρονόμους του, τον ενθυμούμαι πωλούντα πλακούντια εις τας αμόρφους έτι οδούς της Σύρου• τα δε πλακούντια τα κατεσκεύαζεν η ωραία σύζυγός του, κόρη μιας των επισημοτέρων της Χίου οικογενειών.

Άμα επήρχετο η νυξ, εφ' όσον χρόνον οι παίδες ήσαν ικέται, συνεκρότουν χορούς εκ παρθένων και νέων, και διαρκούντων των χορών οι πολίται παρηγγέλλοντο να φέρωσιν εις τον ναόν πλακούντια εκ μέλιτος και σησάμου, από τα οποία αρπάζοντες οι παίδες των Κερκυραίων ετρέφοντο.

Πολύς δε παρήλθε χρόνος, και ουδείς των Χίων ούτε διεσκόρπιζεν εις τας θυσίας των θεών κριθήν εκ του Αταρνέως, ούτε επρόσφερε πλακούντια εκ των δημητριακών καρπών της πόλεως ταύτης· παν δε ό,τι παρήγεν αύτη απεκλείετο από όλους τους ναούς.

Και μη ήσαν εις θέσιν καλλιτέραν οι αγοράζοντες τα πλακούντιά των ; Αλλά και πάλιν ο κάλαμος μου πλανάται. Προτρέχω της σειράς της διηγήσεώς μου. Δύο ή τρεις εβδομάδας μετά την εις Μύκονον άφιξίν μας ηρχίσαμεν να σκεπτώμεθα σπουδαίως μετά του πατρός μου περί του πρακτέου, διότι έπρεπεν όπως δήποτε να εργασθώμεν προς διατροφήν της οικογενείας.

Πάντα ταύτα η μήτηρ της τα εδίδαξεν. Έπεισε την κόρην, ότι θα εφαίνετο βλαξ αν ήτο σεμνοτέρα, και θα υπελαμβάνετο εντελώς αμόρφωτος, αν ελάλει ολιγώτερα και σωφρονέστερα. Τον χειμώνα δέχονται το βράδυ και φιλεύουσι τους προσκεκλημένους τέιον και πλακούντια, άτινα πληρόνονται πολλάκις εκ του υστερήματος του στομάχου των, η δε κόρη γυμνάζεται εις την αλιείαν.

Το άσχυ τούτο ή λείχουσιν ή μιγνύοντες μετά γάλακτος πίνουσι, και από της παχύτητος της υποστάθμης κατασκευάζουσι πλακούντια και τρώγουσιν αυτά. Κτήνη δεν έχουσι πολλά, διότι δεν υπάρχουσιν εκεί νομαί καλαί. Έκαστος έχει την κατοικίαν του κάτωθεν δένδρου, τον μεν χειμώνα περικαλυπτόμενος με λευκόν κάλυμμα εκ μαλλίου δυνατού, το δε θέρος άνευ καλύμματος.