United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πέρσυ μη ρωτάς πώς τα καψοκαταφέραμε να οργώσουμε μ' ένα βόιδι. Να πω και τ' άλλο. Σάματ' δεν είχε δίκιο κι αυτός ο μαύρος; Τίποτα εγώ! Άντρα, να πουλήσουμε το βόιδι· άντρα, να κοιτάξουμε το παιδί μας, το σπλάχνο μας. Είδε κι απόειδε κι αυτός, το δόσαμε προχτές, ντιπ, για ψωμί, που λένε, κι ήρθαμε μέσα. Όπως κάμουμε ας κάμουμε φέτος και χωρίς ζευγάρι.

Είταν τόση ξαστεριά, πόλεες άνοιξη, πως ξαναγύρισε το καλοκαιράκι. Του λόγου της από κει γύρεψε ένα σεργάνι στη λίμνη. Γυναίκα, βλέπεις, ούλο στο κακό. Εμένα έδερνε το μάτι μου... — Σάματ' τόξερα κ’ εγώ η κακομοίρα, αποκρίθηκε, πειραγμένη η γυναίκα του, και χαμογελώντας. — Θεός να σε φυλάη από γυναίκα.

Κι είστε πολλές φαμελιές στο χωριό; — Το καλοκαίρι θάμαστε καμμιά δεκαπενταριά· τόρα το χειμώνα κατεβαίνουν κάτου στον κάμπο του Βραχωριού οι μισές. Άη!, που να καψοζήση άνθρωπος δω απάνω, σα δεν έχη το είνε του. — Και τόχετε το είνε σας γέροντα; — Να, καλαμποκάκι κι άγιος ο Θεός. Και σάματ' έχεις να το ψήσης κι' αυτό. Κάνουμε τηγανιές, αλεύρι και γουρνόξυγκο μέσα, κι ίσια που ρουπώνουμε.

Η κοπέλλα έλεε πολύ ψιθυριστά: — Δεν έπρεπε ναρθής απόψε... Τι άνθρωπος είσαι!... Δε μπορώ να καταλάβω... Κ' έχεις πολλά εντάλματα; Μια αντρική φωνή αποκρίθηκε σιγαλά κι αυτή: — Τι σε νοιάζει γι αυτά. Πώς δεν έχω. Από πού να τα πλερώσω; συ τα ξέρεις τόρα. Καρτερώ να γεννήσουν τα πρότα, κι απέ. Σάματ' θα φάω γω το δημόσιο...