United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διά τούτο λέγουν το ίδιον αίμα και η ιδία ρίζα και τα παρόμοια. Επομένως είναι κάπως το ίδιον, αν και είναι χωρισμένοι. Είναι δε μέγας παράγων διά την φιλίαν και η συντροφιά και η συνομηλικία. Διότι, καθώς λέγει η παροιμία, ο ομήλικος αγαπά τον ομήλικον. Και οι συνηθισμένοι είναι συνεταιρικοί. Διά τούτο και η αδελφική φιλία παρομοιάζεται προς συνεταιρισμόν.

Αλλ' όταν ενθυμηθώ τον γηραιόν εκείνον Ηρακλήν, λαμβάνω το θάρρος να πράξω τα πάντα και δεν εντρέπομαι ν' αποτολμώ τοιαύτα, ενώ είμαι ομήλικος του προσώπου εκείνου της εικόνος.

ΠΤΩ. Ναι, διότι το φως είνε ευχάριστον και ο θάνατος κακός και μαύρος. ΔΙΟΓ. Είσαι ανόητος, γέρω, και δεν ξέρεις το συμφέρον σου, σαν να ήσουν παιδί, ενώ είσαι ομήλικος του Χάρωνος.

Ο ομήλικος φίλος μου, ο Νικολός, είχε μβαρκάρει το πρώτον προ τριών χρόνων, κατά Μάρτιον, αφήσας μισά τα μαθήματα του σχολείου, κ' ημάς τους συμμαθητάς του ορφανούς. Κατά παν φθινόπωρον ο Νικολός επανήρχετο σοφώτερος από τα ταξίδια.

Την είδα• ήτον άσπρη με μακρό λαιμό, όπως δύναται κανείς και να συμπεράνη αφού ήτο κόρη κύκνου• κατά τα άλλα ήτο πολύ ηλικιωμένη και σχεδόν ομήλικος με την Εκάβην, αφού ο Θησεύς την έκλεψε πρώτος και την είχεν εις τας Αθήνας κατά την εποχήν του Ηρακλέους, ο δε Ηρακλής είχε κυριεύση προ των Αχαιών την Τροίαν.

Αλλ' ο Φάλκος, παραδόξως, μέσα εις τον φόβον του εγέλασε. — Αν είναι στοιχειό, είπε, θα μοιάζη με τον εξάδελφό μου το Σταμάτη . . . Τω όντι είχεν αναγνωρίσει την φωνήν και τον γέλωτα του ομήλικος εξαδέλφου του. — Βρε παιδί, παλάβωσες, θα τους σκιάξης . . . θα κοπή το αίμα τους, απήντησε φωνή έξωθεν εις τον ακουσθέντα καγχασμόν. Δεύτερος γέλως αντήχησεν, είτα δροσερά, νεανική φωνή είπε·

Και την ηγάπα δημοσία, εις το φανερόν, δεν το έκρυπτεν. Η γειτόνισσά της, η γρηά Περμάχου, ηγανάκτει και διεμαρτύρετο κατά της τόσης αδυναμίας της ομήλικός της προς την ασθενή νύμφην. Διότι η πτωχή Γιάνναινα, τριακοντούτις γυνή, ωχρά, αναιμική εξ αρχής, εφύλαττε την στρωμνήν επί μήνας πολλούς, μετά την όψιν του φαντάσματος.

«Του Ποσειδώνα βασιληά, ευχήσου, ω ξένε, τώρα• 'που εδώ φθασμένοι έτυχετην εκατόμβη εκείνου• και αφού σπονδίσης κ' ευχηθής, ως πρέπει, δος και τούτου 45 την κούπα του γλυκύτατου κρασιού για να σπονδίση• ότι και αυτός θα εύχεται, θαρρώ, των αθανάτων• και των θεών οι άνθρωποι ανάγκην έχουν όλοι• αλλ' είν' αυτός νεώτερος, ομήλικος μ' εμένα, ώστε θα δώσω πρώτα εσέ το τ' ολόχρυσο ποτήρι». 50 Την κούπα με γλυκό κρασί της έβαλετα χέρια• και άρεσ' ο άνδρας συνετός και δίκαιος της Αθήνης, ότι πρώτ' έδωκεν αυτής τ' ολόχρυσο ποτήρι. κ' ευχήθη ευθύς του βασιληά θερμά του Ποσειδώνα•

— Ο Θεός να μη σ' αξιώση, παιδάκι μου. Εγώ έπεσ' άρρωστη στο κρεββάτι, που το είδα, κ' επιάστηκε σαράντα μέραις η γλώσσα μου. — Και δε μου λες, θεια, υπέλαβεν ο ανεψιός της, ο Σταμάτης το Παπαδόπουλο, ένας άλλος μάγκας ομήλικος σχεδόν με τον Φάλκον, — πού τον ηύραν τον τόπο, για να χορέψουν; Απάνω εκεί, στον κρημνό, στην σάρρα, πώς δε γλυστρούσαν να πέσουν;