United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πού πας περδικομάτα μου, κατά 'ςτό μεσημέρι, Που σε λερώνει ο κορνιαχτός και σε μαυρίζει ο ήλιος; 'Στά φουντωτά τα δένδρα μου να ξαποστάσης έλα, Να πιής οχ' τη βρυσούλα μου, να πάρης λίγη ανάσα, Να ξαπλωθήςτους ίσκιους μου όσο να πέσ' η κάψα Κι' όσο να πάρη το δροσιό, κ' ύστερ' αν θέλης φεύγεις.

Θέλεις, Αφέντρα μου, να μβης εδώ μέσα να ξαπλωθής ώμορφα- ώμορφα, να καμαρώνης, για να ιδώ πώς θα φαίνωμαι όταν με βάλουν μέσα . . . ίσα κοντεύουμε να είμαστε στο μπόι; γιατί εσύ ψηλώνεις γλήγορα . . . Να τεντωθής, ολίγο συ, να ξεδιπλωθώ λίγο εγώ, ίσα θα είμαστε, πάνω-κάτω. Η παιδίσκη μειδιώσα, άκακα, άφοβα, άφησε το καλαθάκι της και κατέβη εις τον κοινόν λάκκον.

Ήθελα να καταβώ μια κάτω, να ξαπλωθώ, για να δοκιμάσω . . . πρέπει να τεντωθώ καλά . . . Η παιδίσκη ακουσίως εγέλασε. — Πού σ' αφίνει, θειά, είπεν, η καμπουρίτσα που έχεις, για τα ξαπλωθής, να δοκιμάσης; . . . Η γραία εμόρφασε. — Μπα! είπε, δεν έχω καμπούρα, πού την ηύρα την καμπούρα; . . . Κ' έφερε την χείρα οπίσω εις την ράχιν της.

Δεν υπάρχει μια μέρα σκοτεινιασμένη, συννεφιασμένη, με καταχνιά κ' υγρασία· ο ουρανός είναι πάντα καθαρότατα γαλανός, το αγέρι γλυκό και το χώμα παντού στεγνό και μπορείς να ξαπλωθής γυμνός επάνω σ' αυτό. Όλο το ποίημα αναδίνει κάποια λεπτότατη τέχνη και μόρφωση.