United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Αμπτούλ εχαμογέλασεν εις αυτά τα λόγια, και είπε προς τον καλίφην. Κύριε, εμένα δεν μου είνε άλλο αναγκαίον, παρά να κρατήσης τα δώρα που σου έστειλα, και, οπόταν μου υποσχεθής διά να τα κρατήσης, θέλω σου ειπεί πώς ημπορώ να κάμω άλλα πλέον πλουσιώτερα χαρίσματα καθημερινώς, χωρίς να μου προξενηθή καμμία ενόχλησις και ζημία.

Ο Σωκράτης λοιπόν, αφ' ού περιέφερε τα βλέμματά του γύρω εις αυτούς, καθώς τας περισσοτέρας φοράς συνήθιζε, και αφ' ού εχαμογέλασεν, είπεν. Ο Σιμμίας όμως ομιλεί σωστά. Εάν λοιπόν κανείς από σας έχη μεγαλυτέραν από εμέ ευκολίαν, διατί δεν απεκρίθη; Διότι ομοιάζει με άνθρωπον, ο οποίος δεν επικρίνει άσχημα την ομιλίαν.

Εχαμογέλασεν ο γέροντας, επάνω εις ότι του είπα· και μου απεκρίθη· Ω υιέ μου, αυτοί σου είπαν την αλήθειαν πως και οι δύο είνε μικρότεροι από εμένα, και διά να σε βεβαιώσω άκουσον το αίτιον.

Η Αροούγια εχαμογέλασεν επάνω εις ετούτα τα λόγια και πιάνοντάς τον από το χέρι, τον επερικάλεσε να βγάλη το φακιόλι και τα φορέματά του, και να σταθή με ελευθερίαν.

Διότι και τι άλλο ημπορεί να κάμη κανείς εις το διάστημα αυτό, από τώρα έως την δύσιν του ηλίου; Αλλά πρέπει να έχης θάρρος, είπεν ο Σωκράτης, διότι ίσως είναι δυνατόν ν' ακούσης τίποτε καταληπτόν. Και ο Κέβης, αφού εχαμογέλασεν ολίγον, Ο Ζευς το ηξεύρει, είπε με την γλώσσαν του τόπου του. Βεβαίως, είπεν ο Σωκράτης, έτσι φαίνεται παράξενον, αλλ' ίσως έχει βεβαίως κάποιον λόγον.

Έμεινα εκστατικός διά την ωραιότητά της. Αυτή το εκατάλαβε και εχαμογέλασεν, έπειτα μου λέγει πλησίασε ω νέε· όποια άλλη και αν ήτον έξω από εμένα, ήθελε της κακοφανή διά τα όσα ωμίλησες εις την στράταν· μα γνωρίζοντας πως είσαι ξένος σε συμπαθώ· σου λέγω όμως ότι οι αστέρες με βιάζουν διά να σε αγαπήσω· αν φανής άξιος εις τους στοχασμούς μου διά μέσον μιας ακάκου ανταποκρίσεως, θέλω σε αφήσει να ημπορέσης να απολαύσης τες χάρες μου και την αγάπην μου, που έως τώρα εις κανένα δεν την έταξα.

Ω ωραιοτάτη βασίλισσα των καρδιών των ανθρώπων, που υποτάζεις με το πρώτον βλέμμα σου τους πλέον δυνατωτέρους βασιλείς, ειπέ μου, σε παρακαλώ, το όνομά σου, και ποία είσαι. Εχαμογέλασεν η Κυρά εις τούτα τα λόγια και είπεν εγώ είμαι μία έλαφος, που κάνω ήμερα τα λεοντάρια· εγώ είμαι εκείνο το κυνήγι, που σήμερον εσύ εκυνηγούσες, και που ερρίχθηκα εις το νερό.