United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απαντών δε δυσκολίας τινάς εις μερικούς, επροσπάθησε και τους έπεισε βάλλων προ οφθαλμών των την ανάγκην της ταχίστης συνδρομής, την οποίαν είχον οι εν τη Ακροπόλει Έλληνες, το άδηλον του μέλλοντος, το άστατον της τύχης του πολέμου και τέλος τα αδόμενα περί εκστρατείας του Ιμπραΐμη εις Αττικήν.

Αλλ' οπόταν Πρωτεύς Κυνικών όχ άριστος απάντων, Ζηνός εριγδούπου τέμενος, κατά πυρ ανακαύσας, Ες φλόγα πηδήσας, έλθη ες μακρόν Όλυμπον, Δη τότε πάντας υμάς, οι αρούρης καρπόν έδουσι, Νυκτιπόλον τιμάν κέλομαι ήρωα μέγιστον, Σύνθρονον Ηφαίστω και Ηρακλήι άνακτι. Και αυτά μεν ήκουσεν ο Θεαγένης, ως λέγει, από την Σίβυλλαν. Εγώ δε θα αναφέρω ένα χρησμόν του Βάκιδος περί των αυτών πραγμάτων.

Προς τούτο σχετίζεται το απαντών εν τη προς Εφεσίους του Παύλου, «Έγειραι, ο καθεύδων, και ανάστα από των νεκρών, και επιψαύσει σοι ο Χριστός». Μυριάδες παραδόσεων συνήφθησαν πέριξ της καταπληκτικωτάτης και συγκινητικωτάτης σκηνής εν τη ιστορία του κόσμου. Διότι η βασιλεία του Θεού ήρχετο, και είχεν έλθη.

Μα είσαι τύραννος! του φώναξε η Ελπίδα με θυμό, βγάζοντας το ζω από τα χέρια του. — Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων, φώναξε ο Αριστόδημος μη δίνοντας προσοχή στα λόγια της, τιμιώτερον και αγιώτερον και σεμνότερον εστίν η πατρίς!.... — Μπράβο! ξέσπασαν χεροκροτώντας οι νέοι. Το τι γίνηκε ανήμερα δε μολογιέται. Ήταν μέρα χινοπωριάτικη, κατσουφιασμένη και κρύα.

Σωτηρίαν δε λέγω, ου μόνην την της ψυχής, ην απάντων συλλήβδην των Αγίων η μεσιτεία μόλις αν της του Επικαταράτου παγίδος εξαγάγειε· αλλά μην και την σωτηρίαν του απ' αιώνων εν σάλω κυλινδουμένου και κύμασι δεινοίς συμφυρομένου εθνικού σκάφουςΧαμογελάς, Άγιε μου γέροντα και πατέρα! Καλό σημάδι· θα πη πως ή εγώ δεν καλοξέρω τα δεσποτάδικα, ή η Αγιωσύνη Σου έτυχε να είσαι ρωμιός.

Ο γέρων Γάρμπος δικαιολογούμενος μάλλον προς εαυτόν ή απαντών εις τας ερωτήσεις του συντρόφου του, είπε μετ' εμφάσεως·Αλλά συ είσαι ανόητος, δεν σκέπτεσαι τίποτε πλειότερον από τα μυαλά σου. Δεν ειξεύρεις λοιπόν ότι αύριον φθάνει ο κόμης, και θα παρουσιασθώ εις αυτόν να του ζητήσω την άδειαν να στρατολογήσω! Και πώς θα παρουσιασθώ εις αυτόν χωρίς φλοκάτα; . . .

Βραδύτερον δε η ιδέα της συλλογής των «Απάντων του» δεν έπαυσαν απασχολούσα αυτόν, ως δεικνύει και σημείωμά τι των από του 1885 και εντεύθεν τήδε κα κείσε διασπαρέντων μικροτέρων του έργων, όπερ ανεύρον εν μέσω των χαρτιών του. Αλλά τας μεν δαπάνας πολυτόμου συλλογής ο Ροΐδης δεν ηδύνατο φευ! πλέον ν' αναλάβη.

Απαντών δε εις την κατηγορίαν ταύτην απήγγειλε την υψηλήν διδαχήν την οποίαν ευρίσκομεν εν τω πέμπτω κεφαλαίω του κατά Ιωάννην.

Ακάλυπτος τώρα κ' ενθουσιασμένος ευρίσκει ότι έχομεν τεσσάρων ειδών μανίας και ότι εκ τούτων η ερωτική μανία δίδει ευτυχίαν εις την ψυχήν. Αλλ' η ψυχή μας αυτή, η αθάνατος και αγέννητος, ποία έχει ουσίαν, πόθεν ήλθε, πού πηγαίνει, τι αισθάνεται; Απαντών εις αυτά ο Σωκράτης αρχίζει τον περί ψυχής μύθον του.

Λίαν πρωί εξήλθεν ο οινοπώλης Μπούτρος της οικίας του, φέρων με τυλιγμένην εντός παλαιάς εφημερίδος, και απαντών εις την σύζυγον αυτού, ερωτώσαν: πού υπάγει, — Πάω να ξεκάμω αυτό το διαβολόχαρτο, να μην εύρω τον μπελά μου.