United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα τον ίδης να ξύνη την κεφαλήν δια του άκρου του δακτύλου του και να διευθετίζη ολίγας μεν ακόμη, σγουράς όμως και υακινθίνας τρίχας και θα τον νομίσης ως Σαρδανάπαλον αβρότατον ή Κινύραν ή ως αυτόν τον Αγάθονα της τραγωδίας τον αξιέραστον ποιητήν. Σου αναφέρω ταύτα διά να δυνηθής να τον γνωρίσης ευκόλως και να μη σου διαφύγη πόοσωπον τόσον έξοχον και προσφιλές εις την Αφροδίτην και τας Χάριτας.

Και τούτο φαίνεται ότι ήρεσκεν εις τον καπνιστήν, διότι, όταν ήκουσε την φωνήν της θυγατρός του, πριν αποστρέψη από του άκρου του σιγάρου τους οφθαλμούς, έλαβεν αυτό μετά μεγάλης προσοχής διά της μιας χειρός, και το εκράτησεν ούτως, ώστε να κωλύση την κατάπτωσιν της τέφρας εκείνης.

Η οπτική δηλ. εικών διαχωρεί διά της μάζης του αέρος μέχρι του αντιθέτου άκρου αυτής και ούτω μεταβαίνει εις το οπτικόν όργανον, καθ' ον τρόπον δύναταί τις να συλλάβη την σφραγίδα μετά του σημείου αυτής διαπερώσαν διά της μάζης του κηρού εις τι πράγμα ικανόν να δεχθή αυτήν. *

Διά τούτο όταν, εν τη δολιχοδρομία του, επανήλθεν εις το μέρος όπου εκαθήμην, εγερθείς ετάχθην παρ' αυτώ, και, — Με συγχωρείτε, είπον, κύριε Π., αλλά δεν ενόησα καλά τι με είπετε. — Και ήρχισα τρέχων μάλλον ή περιπατών μετ' αυτού. — Ήθελα να είπω, — απεκρίθη με τους οφθαλμούς πάντοτε ηδονικώς προσηλωμένους επί του άκρου του σιγάρου, — ήθελα να είπω ότι και εγώ κάμνω ακριβώς το ίδιο πράγμα.

Θα είνε δε όχι μικρά παρηγοριά δι' αυτήν ότι μετ' ολίγον και η Ινώ θα πάθη τα αυτά καταδιωκομένη υπό του Αθάμαντος και θα πέση εις την θάλασσαν, εκ του άκρου του Κιθαιρώνος, εκεί όπου ούτος είνε κάθετος προς τον αιγιαλόν, κρατούσα το τέκνον της εις την αγκάλην. Αλλά θα παραστή ανάγκη να σώσωμεν και αυτήν χάριν του Διονύσου, του οποίου υπήρξε τροφός και τον εθήλασεν.

Και χωρίς να σηκώση τους οφθαλμούς από του άκρου του σιγάρου του, εδόθη εκ νέου εις την συνήθη αυτού κίνησιν, με τας χείρας πάντοτε δεδεμένας όπισθεν. Πρέπει να σημειώσω, ότι τον κ. Π. κανείς δεν είδεν εν τω ατμοπλοίω καθήμενον, εκτός κατά το δείπνον εις την τράπεζαν, και ότι εγώ θα ήμην ίσως ο πρώτος, όστις τον είδε να σταθή επί τινα δευτερόλεπτα.

Η φήμη αυτού εμεγαλύνθη εν βραχυτάτω χρόνω και το όνομα του Αμπελογιάννου αντηχούν απ' άκρου εις άκρον, διέσπειρεν απελπισίαν και τρόμον παρά τοις οθωμανοίς, οίτινες βλέποντες καταστρεφομένην την κυριαρχίαν αυτών συνεκέντρωσαν μεγάλας δυνάμεις και επετέθησαν φοβούμενοι μη εκ του παραδείγματος εκείνου προκύψη παντελής όλεθρος. Διήρκεσεν ο αγών επί πολύ αιματηρός, φονικώτατος.

Τον εύρομεν εισέτι περιπατούντα, πάντοτε ταχέως, πάντοτε τας χείρας όπισθεν, τους οφθαλμούς ηδονικώς προσηλωμένους επί του άκρου του σιγάρου του, του οποίου το ήμισυ δεν ήτο παρά λευκή τέφρα, αλλά τέφρα στερεώς κρατουμένη εις το ακαές μέρος και ακριβώς το αυτό σχήμα του χονδρού σιγάρου διατηρούσα.

Οι οφθαλμοί αυτού υγραίνοντο, οι ρώθωνες διεστέλλοντο, ήνοιγε και πάλιν έκλειε το στόμα, λείχων ελαφρώς τα εύοσμα εκείνα φύλλα διά του άκρου της γλώσσης, ως εραστής τας χείρας της κοιμωμένης φίλης του, φοβούμενος μη την εξυπνίση.

Αυτός ο Ναζωραίος τον προσέβαλε, και λόγος ισχυρότερος ότι έπρεπε να προηγηθή της ελεύσεως του Ηλία. Ο Ιακώβ αντέτεινεν. — Αλλ' ο Ηλίας ήλθε. — «Ο Ηλίας, ο Ηλίαςαπήντησαν τα πλήθη από άκρου εις άκρον της αιθούσης. Όλοι με την φαντασίαν παρετήρουν ένα γέροντα εις την πτήσιν ενός κόρακος, τον κεραυνόν πυρπολούντα ένα ναόν, τους ειδωλολάτρας ποντίφηκας πίπτοντας εις τους χειμάρρους.